Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ

"Τα ρεμπέτικα είναι μικρά,
απλά τραγούδια, τραγουδισμένα από απλούς ανθρώπους." Ηλίας Πετρόπουλος στα Ρεμπέτικα Τραγούδια.

"Ο ρεμπέτης... είναι ο δυστυχισμένος, αδικημένος, κυνηγημένος άνθρωπος - τα ρεμπέτικα γράφτηκαν γι`αυτόν." Τάσος Σχορέλης και Μίμης Οικονομίδης στο βιβλίο 'Ενας ρεμπέτης: Γιώργος Ροβερτάκης.'

Ο μόνος ορισμός που μ`αρέσει, όχι γιατί μας λέει περισσότερα, αλλά γιατί έχει κάποια γοητεία, είναι ο ορισμός ενός παλιού συνθέτη ρεμπέτικων, του ίδιου του Ροβερτάκη... "Το ρεμπέτικο τραγούδι γράφτηκε από ρεμπέτες για ρεμπέτες... Ηταν εκείνος που είχε ένα σεκλέτι και τό`ριχνε έξω."



Ο Πειραιάς στα 1920

Οποιος κατεβαίνει από το πλοίο στον Πειραιά και προχωρεί προς το σιδηροδρομικό σταθμό, περνάει μπροστά απο το άγαλμα του Καραϊσκάκη. Αν κατέβαινε κανένας στο ίδιο σημείο, πριν από πολλά χρόνια, γύρω στα 1929, κι έπαιρνε τον ίδιο δρόμο, θα συναντούσε εκεί που σήμερα βρίσκεται το άγαλμα, μια σειρά από χαμόσπιτα και μικρομάγαζα. Σε κάποιον από τους μικρούς καφενέδες θα μπορούσε να πιει γλυκό, τούρκικο καφέ και να παραγγείλει ένα ναργιλέ, που ο καφετζής σήκωνε προσεχτικά από τα ράφια κι άναβε με κάρβουνα από το πυρωμένο μαγκάλι. Ισως νάφτανε στ`αφτιά σου μουσική από κάποιο κοντινό μαγαζί. Αν μάλιστα ρωτούσες τον Νίκο τον Τρελλάκια ή τον Μαρίνο το Μουστάκια, μπορεί να σε πήγαινε ν`ακούσεις τον Μπάτη που έπαιζε μπαγλαμαδάκι για τους φίλους του σε κάποιο τεκέ. Εκεί οι μάγκες κάθονταν στο πάτωμα γύρω απ`το μαγκάλι, ενώ ένα αγόρι γέμιζε το ναργιλέ με τούρκικο χασίς και τον περνούσε από τον έναν στον άλλο. Ο Μπάτης θα άρχιζε ένα αυτοσχέδιο "ταξίμι" κι έπειτα θα πετιόταν σ`ένα τραγούδι που θα ήταν δικό του ή του Παπάζογλου του Αγγουριού. Αν δεν ήσουν και εσύ μάγκας θα δυσκολευόσουν με τους στίχους του τραγουδιού γιατί ήταν σε μια κωδικοποιημένη γλώσσα κάτι σαν την αργκό που μιλιόταν στο Χάρλεμ εκείνη την εποχή: Δυο λαχανάδες (λωποδύτες) πιάσανε και κάναν την κυρία. Τα σίδερα (χειροπέδες) τους φόρεσαν και στην στενή (φυλακή) τους πάνε. Κι`αν βρεθούν τα λάχανα (πορτοφόλια), το ξύλο που θα φάνε...

Μια από τις δυνατές υποθέσεις θα μπορούσε να είναι ότι τα ρεμπέτικα φανερώθηκαν, προς το τέλος του 19ου αιώνα, σε αρκετά από τα αστικά κέντρα όπου έμεναν Ελληνες. Γύρω σ`αυτά τα χρόνια φάνηκαν τα πρώτα μουσικά καφενεία σε πόλεις όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Λάρισσα, η Ερμούπολη, η Θεσσαλονίκη, ακόμη κάτω από Τούρκικη κυριαρχία, η Σμύρνη κι`η Κωνσταντινούπολη. Αυτά τα καφενεία βρίσκονταν σε διάφορα επίπεδα ποιότητας, αλλά ο μέσος τύπος ήταν το Καφέ-Αμάν, όνομα που προήλθε ίσως από το Τούρκικο Μάνι Καβέσι, ένα είδος καφενέ όπου δύο ή τρεις τραγουδιστές αυτοσχεδίαζαν λέγοντας στίχους, συχνά στη μορφή του διαλόγου μεταξύ τους, σε ελεύθερο ρυθμό και μελωδία. Καθώς χρησιμοποιούσαν το επιφώνημα "αμάν, αμάν" προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο για ν`αυτοσχεδιάσουν καινούργιες γραμμές, τα τραγούδια λέγονταν Αμάνι. Μια από τις παλιότερες μορφές ήταν πράγματι ο αμανές, όπως το έλεγαν οι Ελληνες, ένα μισο-αυτοσχέδιο τραγούδι που χαρακτηριζόταν από τη διασπορά ανάμεσα στους στίχους μεγάλων μελισμάτων πάνω στη λέξη "αμάν".
Στα πρώτα ελληνικά Καφέ-Αμάν άφηναν απλά ένα χώρο στη μία άκρη του μαγαζιού για τους μουσικούς. Περιπλανώμενοι μουσικοί έπαιζαν για ένα μικρό διάστημα κι`έπειτα έφευγαν. Αργότερα, οι λεγόμενες κομπανίες δέθηκαν λίγο πολύ με κάθε καφενείο. Τις αποτελούσαν τούρκικα και ελληνικά, παραδοσιακά όργανα, όπως το σαντούρι, ένα διαβολικά δύσκολο όργανο με πάνω από 100 χορδές που παίζεται με ξύλινες βέργες, η φλογέρα, το βιολί, το λαούτο και το ούτι.
Η μουσική που παίζονταν στα Καφέ-Αμάν ήταν πολύ σημαντική για την ανάπτυξη των ρεμπέτικων.
Από τον καιρό του Οθωνα, πρώτου βασιλιά της σύγχρονης Ελλάδας (1832-62), οι ελληνικές φυλακές ήταν γεμάτες πολιτικούς και ποινικούς κρατούμενους. Μέσα στις φυλακές φτιάχτηκαν όργανα και γίνηκαν τραγούδια. Το ευκολότερο όργανο και στην κατασκευή και στο κρύψιμο, γιατί ήταν μικρό σε μέγεθος, ήταν ο μπαγλαμάς. Αντί για ξύλινο ηχείο χρησιμοποιούσαν μια νεροκολοκύθα κι`έπειτα το μόνο που έλειπε ήταν ένα μακρύ κάπως ξύλο για λαβή, κομμάτια εντέρου για τις τάστες και σύρμα για τις χορδές.
Τα τραγούδια της φυλακής εξακολουθούσαν να τραγουδιούνται κι`έξω απ`αυτές κι`αν σε κάποια στιγμή, απαγορεύτηκαν μαζί με τα όργανα της φυλακής -το μπαγλαμά και το μπουζούκι- η μουσική έγινε δημοφιλής στους κύκλους του υπόκοσμου των ελληνικών πόλεων. Υπήρχε μια αρκετά μεγάλη ποικιλία όρων, με τους οποίους χαρακτηρίζονταν οι χαλαρά δεμένες ομάδες περιθωριακών ανθρώπων: κουτσαβάκηδες, μάγκες, βλάμηδες, τσίφτηδες, ρεμπέτες. Η δίωξη αυτών των κοινωνικών τύπων, ιδιαίτερα των κουτσαβάκηδων, που ήταν εντυπωσιακοί με τα προκλητικά, εκκεντρικά τους ντυσίματα - ήταν της μόδας να φοριέται μόνο το ένα μανίκι του σακακιού - έγινε πολύ σκληρότερη στα χρόνια του Μπαϊρακτάρη, του μισητού αρχηγού της αστυνομίας της Αθήνας - γνωστό ότι έκοβε το μανίκι από το σακάκι από όποιο κουτσαβάκι συλλαβάνονταν, έκτοτε και το μισό μουστάκι τους.
Η καταγωγή των διάφορων όρων που χρησιμοποιούνται για τις ομάδες των περιθωριακών και η ίδια η σύγχιση της ορολογίας είναι περιοχή που δεν έχει ερευνηθεί αρκετά, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι η λέξη ρεμπέτης βγαίνει από μια τούρκικη λέξη, που σημαίνει παράνομος ή περιθωριακός. Τα ρεμπέτικα σαν μουσική ήταν αρχικά γέννημα, θρέμμα κι`έκφραση των ανθρώπων έξω από το σύστημα.
Ενα από τα πιο κοινά χαρακτηριστικά της "κοινωνίας" του περιθωρίου ή των φυλακών ήταν το κάπνισμα του χασίς. Στις τούρκικες πόλεις, το χασίς ήταν νόμιμο και αρκετά διαδεδομένο. Στην Ελλάδα φτιάχτηκαν νόμοι που απαγόρευαν τη χρήση και την πώληση του ναρκωτικού το 1890, αλλά δεν εφαρμόστηκαν αυστηρά, παρά μόνο μετά από τριάντα χρόνια. Οι τεκέδες ήταν τα μαγαζάκια, όπου γινόταν χρήση του χασίς συνήθως με ναργιλέδες. Στις περιοχές της Τρούμπας στον Πειραιά και της Μπάρρας στη Θεσσαλονίκη, υπήρχαν αρκετοί φημισμένοι τεκέδες που συχνά αναφέρονται σε διάφορα ρεμπέτικα (π.χ. ο θεσσαλονικιός τεκές του Σιδέρη αναφέρεται στο τραγούδι "Δροσούλα"). Οι μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια είχαν γινει πια βασικά όργανα και τα θέματα των τραγουδιών ήταν η φυλακή, ο υπόκοσμος και το χασίς.
Τα τραγούδια που είχαν κληρονομηθεί από παλιά σαν ακουστική παράδοση γράφονταν και τυπώνονταν σε δίσκους, ενώ πολλές από τις καινούργιες συνθέσεις ήταν στο στυλ των ρεμπέτικων.
Και ξαναβρισκόμαστε πάλι στον Πειραιά του 1930. Η χρονολογία αυτή της κλασσικής περιόδου του ρεμπέτικου είναι βολική, αν και αυθαίρετη. Συμπίπτει χοντρικά με τις πρώτες-πρώτες εμπορικές ηχογραφήσεις που έγιναν στην Ελλάδα, από εταιρίες σαν τη Χις Μαστερς Βόϊς, Κολούμπια και Οντεόν. Ο Παπαϊωάννου, o Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, o Σκριβάνος, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας κι ο Μπάτης ήταν ανάμεσα στους σπουδαιότερους εκπροσώπους του καινούργιου στυλ των ρεμπέτικων, που είχε ήδη μία ιστορία πίσω του, αλλά μόλις άρχιζε να αποχτά ένα κάπως πλατύ κοινό.

Στον τεκέ του Μιχάλη στα Χιώτικα σύχναζαν οι καλύτεροι μάγκες'...απ`έξω δε φαίνεται τίποτε άλλο παρά μια μικρή ξύλινη καλύβα, δύο τρία πρόχειρα δωμάτια κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο. Στα πίσω δωμάτια η φαμελιά. Το μπροστινό δωμάτιο είναι μεγαλύτερο, σχεδόν αδειανό από έπιπλα. Ο Μιχάλης έχει φωτιά αναμμένη - καίει θυμάρι. Το ξύλο του θυμαριού είναι το γλυκύτερο για το άναμμα του ναργιλέ, αλλά καλό είναι και το ξύλο της αμυγδαλιάς και της καρυδιάς. Στη μέση του δωματίου πυρώνει το μαγκάλι κι`η ατμόσφαιρα είναι βαρειά από τους καπνούς. Τέσσερις άντρες είναι κιόλας εκεί και πίνουν ναργιλέ. Οχι τον κομψό γυάλινο ναργιλέ των καφενέδων, αλλά μια κακοφτιαγμένη πίπα από καρύδα. Ο τεκετζής φέρνει κι`άλλο ναργιλέ κι`αρχίζει να ζεσταίνει ένα κομμάτι χασίς πάνω απ`το μαγκάλι.
"Ε, Μιχάλη, τάμαθες για το μαύρο που ο Μπαρμπα-Γιάννης έφερε από την Ιτέα; Θα τη "βρης" μόνο με δυο ρουφιξιές, μου είπανε."
Ο Μιχάλης μένει ανέκφραστος. "Το καλύτερο τούρκικο χασίσι είναι το Προυσαλιό. Ξυλώνεσαι κάπως παραπάνω, αλλά τ`αξίζει. Το καπνίζω από πιτσιρικάς. Τύφλα νά`χουν όλα τ`άλλα. Αυτό είναι το καλύτερο "μαύρο" που μπορείς να βρεις." Παίρνει το πακετάκι πάνω από την φωτιά κι`αρχίζει να το πατηκώνει πάνω στο πάτωμα. Οταν μαλακώσει και κρυώσει, κόβει ένα κομματάκι από το σκούρο χασίς και το βάζει στο ναργιλέ.
Ακούγεται απ`έξω ένας ελαφρός θόρυβος κι`ο Μιχάλης σηκώνει ανήσυχος τα μάτια του, αλλά η γυναίκα του, που κύταζε όλη την ώρα, του φωνάζει: "Εντάξει, ο Μπάτης κι` ο Μάρκος είναι."
Δύο άντρες μπαίνουν μέσα. Ο πρώτος είναι κοντός, καλοβαλμένος μ`ένα φροντισμένο μουστάκι και το μπαγλαμά κάτω από τη μασχάλη. "Εφερα το φίλο μου, τον τσιγγανάκο να πιει και αυτός λιγάκι," λέει, κουνώντας το μπαγλαμαδάκι. "Ε ρε και ποιους βλέπω; Τον Νίκο τον Τρελλάκια, το Γιάννη τον Αραμπατζή και τον Μαρίνο τον Μουστάκα. Τι κάνουνε οι μουστάκες σου απόψε; Ρε παιδιά δε θα δώσετε στον παλιόφιλο το Μπάτη να πιει;" Οι μάγκες χαμογελούν και δίνουν την πίπα στον μικροκαμωμένο άντρα. Αυτός κάθεται δίπλα στον Νίκο τον Τρελλάκια και φωνάζει τον φίλο του, "Ε, Μάρκο, θα στέκεσαι όρθιος σαν κούτσουρο; Ελα κάτσε να πιεις και συ μαζί μας."
Ο μεγαλόσωμος άντρας με το κομψό κουστούμι και την εργατική τραγιάσκα κάθεται πίσω του κι` αφήνει με πολλή προσοχή το μπουζούκι πίσω του. Παίρνει την πίπα και τραβάει βαθειές ρουφηξιές. Μέχρι τώρα δεν είχε ανοίξει το στόμα του και το βαρύ του πρόσωπο με το μεγάλο σαγόνι είναι ανέκφραστο σαν τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου. Μετά απο δυο τρεις ρουφηξιές, τα μάτια του αρχίζουν να κλείνουν κι` ένα χαμόγελο φαίνεται αχνά γύρω από το στόμα του. Παίρνει το μπουζούκι στο χέρι του, παιζει μερικές νότες... "Μπράβο ρε Μάρκο με το ωραίο μπουζούκι σου..." μουρμουρίζει ο Νίκος ο Τρελλάκιας, ενώ ο Μάρκος παίζει την εισαγωγή αυτοσχεδιάζοντας και ποικίλλοντας καθώς προχωράει. Οι νότες ξεχειλίζουν άγρια κι` έπειτα αργά, μετά έρχονται φράσεις που όλο και ανεβαίνουν κι` έπειτα ξαναγυρίζει στην αρχική του νότα και την παίζει ξανά και ξανά σα να μην μπορεί να ξεφύγει απ`αυτήν κι` έπειτα ξεκινάει, αλλά για να ξαναγυρίσει σ`αυτήν, χτυπώντας πια το ρυθμό με το πόδι πάνω στο πάτωμα. Μετά την περίπλοκη εισαγωγή, το τραγούδι είναι εκπληκτικά απλό. Ο μπάτης τον συνοδεύει με τον μπαγλαμά, ενώ ο Μάρκος με τραχιά φωνή τραγουδάει το τραγούδι που σκάρωσε χτες βράδυ...

Κάντονε, Σταύρο, κάντονε. Βάλτου φωτιά και κάφτονε
Δώσε του Νίκου του Τρελλού, του μάστορα του ξυλουργού
Τράβα βρε Γιάννη Αραμπατζή, πούσαι μαγκιόρος τεκετζής
Δώσε του Νικολάκη μας να βγάλει το μεράκι μας
Τζούρα δώσε του Μπάτη μας, του μόρτη του μπερμπάντη μας.

"Μπράβο Μάρκο με το μπουζούκι σου. Ρε Μιχάλη, πλύνε την πίπα και φτιάξε άλλον έναν ναργιλέ για τον μάγκα μας το Μάρκο."
Οι μάγκες, που είχαν μαζευτεί στον τεκέ του Μιχάλη εκείνη την νύχτα του 1930 ξέρανε πως βρίσκονταν παρέα με κάποιον που έπαιζε καλή μουσική και σκάρωνε όμορφα τραγουδάκια γι`αυτούς. Δεν υποπτεύονταν, όμως ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης θα γινόταν γνωστός σαν "πατέρας" του ρεμπέτικου. Ούτε μπορούσαν να φανταστούν βέβαια, ότι η μουσική των κρυφών τεκέδων του Πειραιά θα γινόταν τόσο δημοφιλής, που οι άνθρωποι απ` όλες τις τάξεις θα έτρεχαν να την ακούσουν κι` ότι οι μπουζουκτσήδες θα οδηγούσαν "Ρολς-Ρόυς".



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ ή ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ

Ενας απο τους πιο σπουδαίους ερμηνευτές, οργανοπαίχτες και συνθέτες της εποχής, ο Μπαγιαντέρας, μιλάει ο ίδιος για την ζωή του, σε μια συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στο σπίτι του, το 1972, τυφλός και σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο καλό περιοδικό Δίφωνο, πολλά χρόνια μετά, τον Οκτώβριο, του 1997.
Μόλις τελείωσα το γεύμα μου. Δεν τρώω ποτέ το βράδυ. Δυστυχώς, έχασα, μαζί με τα μάτια, και τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις. Δεν έχασα το θάρρος μου όμως. Δυστυχώς η κοινωνία με πέταξε, να το πούμε έτσι, πιο ξεκάθαρα. Παλιοί συνεργάτες μου, που τους ανέδειξα, φερ`ειπείν. Οταν άρχισα καριέρα είπα τρία-τέσσερα τραγούδια μόνος μου. Μετά πήρα κοντά μου τον Χιώτη, τον Μανώλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου