Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ

ΡΙΤΑ ΑΜΠΑΤΖΗ (1914-1969)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1914 και ξεκίνησε την καριέρα της στο τραγούδι στα πρώτα χρόνια του `30. Τραγούδησε ρεμπέτικα, σμυρνέικα, και δημοτικά τραγούδια δεσπόζοντας στους δίσκους των 78 στροφών στα χρόνια 1930-1940. Συνεργάσθηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες όπως τους Παν. Τούντα, Βαγγ. Παπάζογλου, Κ. Σκαρβέλη, Ιακ. Μοντανάρη, Σπ. Περιστέρη, Δ. Σέμση, Ι. Ογδοντάκη μέχρι τους Μάρκο Βαμβακάρη, και Βασίλη Τσιτσάνη. Μετά τον πόλεμο δεν τραγούδησε ξανά σε δίσκους. Πέθανε στις 17 Ιουνίου του `69 στο Αιγάλεω.



ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΣΙΚΗΣ (1890-1967)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1890. Αν και είχε από μικρός εξαίρετη φωνή, δεν φαίνεται να ασχολήθηκε με τη μουσική και το τραγούδι πριν έρθει στην Ελλάδα, το 1922 μετά τη μεγάλη καταστροφή. Βέβαια οι πληροφορίες είναι ελλιπείς, γιατί δεν εξηγείται πως τόσο γρήγορα, δηλαδή από το 1922 έως το 1925, έγινε τόσο καλός στο ούτι, ώστε να περάσει μαζί με πεπειραμένους μουσικούς στη δισκογραφία, είτε σαν τραγουδιστής, είτε σαν οργανοπαίκτης και τέλος σαν συνθέτης. Στη δισκογραφία ξεκίνησε σαν τραγουδιστής παραδοσιακών ρεμπέτικων και αμανέδων γύρω στο 1928, στην Αγγλική Columbia και τη Γερμανική Polydor. Τραγούδια του περνούν στη δισκογραφία με όλες τις γνωστές φωνές του ρεμπέτικου: Κώστας Νούρος, Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή, Στελλάκης Περπινιάδης, Μαρίκα Πολίτισσα, Κώστας Ρούκουνας, Κώστας Τσανάκος, Μαρίκα Καναροπούλου, είναι μερικοί από τους συνεργάτες του. Γύρω στο 1937-38, με την επικράτηση της Πειραιώτικης κομπανίας με μπουζούκια, εγκατέλειψε και αυτός τα όργανα της Σμυρνέικης και Πολίτικης Κομπανίας και έγραψε μερικά τραγούδια με μπουζούκια, χρησιμοποιώντας τις γνώριμες φωνές του Μάρκου Βαμβακάρη, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Απόστολου Χατζηχρήστου και άλλων. Ο Γρηγόρης Ασίκης, έπαιξε και τραγούδησε στα χρόνια του μεσοπολέμου στα περισσότερα γνωστά πάλκα με τον Γιάννη Δραγάτση, τη Μαρίκα Πολίτισσα, τον Κώστα Ρούκουνα, τον Κώστα Τζόβενου και άλλους. Το 1915 παντρεύτηκε στην Πόλη, την επίσης Πολίτισσα Ειρήνη Δημητριάδου από το Κοντοσκάλι και έκαναν έξη παιδιά. Εγραψε πολλά μελαγχολικά τραγούδια, μεταφέροντας τα σοβαρά προβλήματα που δημιούργησε στους ευγενείς Ελληνες της Μ. Ασίας η μεγάλη καταστροφή του 1922 και η προσφυγιά που ακολούθησε. Πέθανε μελαγχολικός, θλιμμένος, απογοητευμένος και ξεχασμένος απ` όλους, στις 7 Οκτωβρίου 1967.



ΑΜΑΛΙΑ ΒΑΚΑ (1890-1980)

Γεννήθηκε στα Γιάννενα γύρω στο 1890. Πέθανε στα 1980 περίπου στην Αμερική. Μαζί με την Μ. Παπαγκίκα, την Κα Κούλα, την Αγγ. Καραγιάννη και την Βιργινία Μαγκίδου είναι μία από τις βασικές εκπροσώπους του τραγουδιού και των ηχογραφήσεων στην Αμερική.



ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ (1905-1972)

Γεννήθηκε στις 10 μαϊου του 1905 στη Ανω Χώρα στην Ερμούπολη της Σύρου όπου πέρασε και τα παιδικά του χρόνια.Το 1917 κατεβαίνει στον Πειραιά όπου ξεκινόντας σαν φορτοεκφορτωτής, κατέληξε να γίνει εκδορέας στα σφαγεία. Το 1925 αποφασίζει να γίνει μουσικός και γνωρίζεται με τους μουσικούς της εποχής στους τεκέδες και σε άλλα στέκια. Τα πρώτα χρόνια του 1930 ηχογραφεί στην Columbia (1935-Φραγκοσυριανή) και μετά στην Odeon όπου ηχογράφησε και τα περισσότερα. Ο Μάρκος διέγραψε μια λαμπρή πορεία που τον έχρισε και πατριάρχη του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, με την πρωτογενή αμεσότητα, την απλότητα και την αλήθεια με την οποία περιέγραψε την εποχή του κι ακόμη για τον μοναδικό δημιουργικό τρόπο με τον οποίο πέρασε στα τραγούδια από την δημοτική παράδοση και την επωνυμη δημιουργία.
Στα χρόνια του `50, για λόγους υγείας κυρίως, πέρασε στο περιθώριο και σταμάτησε να ηχογραφεί δίσκους. Λίγο μετά στα `59-60 και με την βοήθεια του Β. Τσιτσάνη επανέρχεται στην δισκογραφία των 45 στροφών οπότε έκανε και τις ηχογραφήσεις με τον Γρ. Μπιθικώτση και άλλους τραγουδιστές, με παλιά και καινούργια τραγούδια.
Παντρεύτηκε δύο φορές αν και καθολικός και πήρε διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα από όπου και το σχετικό τραγούδι. Από το δεύτερο γάμο του απέκτησε τρία παιδιά που τα δύο (ο Στέλιος και ο Δομένικος) έγιναν εξαιρετικοί μουσικοί.
Ηχογράφησε περίπου 180 δικά του τραγούδια σε δίσκους 78 στρ. και αρκετά σε δίσκους 45 στρ. Πέθανε στην Κοκκινιά τον Φεβρουάριο του 1972.



ΙΩΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (1920-?)

Γεννήθηκε στα 1920 περίπου στον Πύργο Ηλείας, ενώ πολύ μικρή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στο τραγούδι μπήκε με την βοήθεια του Γ. Βέλλα, που ήταν και ο πρώτος της δάσκαλος και αυτός που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Τραγούδησε τραγούδια των Π. Τούντα, Δ. Σέμση, Κ. Καρίπη, Β. Τσιτσάνη, Σ. Κηρομύτη, Ν. Γούναρη, Γ. Μητσάκη, Γ. Παπαϊωάννου, Κ. Καπλάνη κ.α. Αρκετά όμως από τα τραγούδια της είναι δικές της συνθέσεις.



ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ (1883-1980)

Ανήκει στους μύθους του Ελληνικού τραγουδιού η εκπληκτική αυτή τραγουδίστρια και χορεύτρια ανατολικών χορών. Ακόμα και η χρονολογία γεννήσεώς της είναι ένα πρόβλημα, που σχετίζεται με την εν γένει πορεία της στο χορό και στο τραγούδι, αφού ήταν ένα από τα μακροβιότερα πρόσωπα του χώρου των καλλιτεχνών. Εάν οι αναμνήσεις τουΜιχάλη Σέμση, γυιού του Δημήτρη είναι σωστές, τότε η Ρόζα πρέπει να είχε μια διαφορά 2-3 χρόνων με τον περίφημο Σαλονικιό, που πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ 1881 και 84. Επομένως η Ρόζα θα ήταν γεννημένη μεταξύ 83 και 87. Γεννήθηκε στην Πόλη από γονείς Εβραϊκής καταγωγής και προς το τέλος του προηγούμενου αιώνα, βρέθηκε με την οικογενειά της στην Θεσσαλονίκη. Από μικρή έκανε προσπάθειες να προσεγγίσει τον χώρο του τραγουδιού και του χορού, αλλά συναντούσε την άρνηση της οικογένειάς της. Πάντως είναι βέβαιο ότι γύρω στα 1910 αρχίζει να εμφανίζεται επαγγελματικά σε κέντρα και σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως σαν χορεύτρια και λιγότερο σαν τραγουδίστρια. Αυτή η περίοδος (1910-1925) είναι και η πλέον σκοτεινή της ζωής της, αφού τα επόμενα χρόνια -έκρυβε σαν όλες σχεδόν τις γυναίκες- τον πραγματικό χρόνο γεννήσεώς της, με αποτέλεσμα να μεταθέτει γεγονότα κατά μια 20ετία περίπου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 20 έρχεται στην Αθήνα και αρχίζει να τραγουδά στα στέκια των μουσικών της προσφυγιάς και γρήγορα γνωρίζεται με τα ονόματα του χώρου. Το 1928-29 πραγματοποιεί τις πρώτες ηχογραφίσεις τραγουδιών και από το 1930, αρχίζει την συνεργασία της με τους μεγάλους συνθέτες της Σμύρνης και της Πόλης. Πρώτος ο Παναγιώτης Τούντας που εμπιστεύεται μερικά από τα καλύτερα ρεμπέτικά του κι ακολουθούν ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Ιάκωβος Μοντανάρης, ο Ιωάννης Δραγάτσης (ή Ογδοντάκης), ο Κώστας Τζόβενος, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Καρίπης, ο Γρηγόρης Ασίκης, ο Σωτήρης Γαβαλάς, ο Μανώλης Χρυσαφάκης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου και άλλοι. Φυσικά και οι μόνιμοι συνεργάτες της στο πάλκο Αγάπιος Τομπούλης και Δημήτρης Σέμσης, που για χρόνια ήταν καλλιτεχνικό ζευγάρι. Στις 78 στροφές πέρασε περίπου 250 ρεμπέτικα και αμανέδες που μαζί με τα δημοτικά ξεπερνάει τα 500 τραγούδια. Μέχρι την δεκαετία του 60, δηλαδή κοντά στα 80 της, ήταν σε πλήρη φωνητική δραστηριότητα, που διατηρήθηκε για μερικά ακόμη χρόνια. Μόλις γύρω στο 1970-75 χάνει τις δυνατότητες που είχε στη φωνή, αλλά παραμένει μια "αξιόμαχη" χορεύτρια που ξετρελαίνει τον κόσμο στις λίγες εμφανίσεις της σε ειδικές εκδηλώσεις γι`αυτήν ή στην τηλεόραση. Διατήρησε μέχρι το τέλος τις ωραίες ανατολίτικες φορεσιές της (σαλβάρια) που είχε από τα νεανικά της χρόνια. Πέθανε στο σπίτι της, στην Κηπούπολη Περιστερίου στις 2 Δεκεμβρίου του 1980.



Γιώργος Κατσαρός: Τα 107 χρόνια μιας μουσικής οδύσσειας.

Ευτύχησα να συναντήσω πρώτος από τους Έλληνες της εδώ Ελλάδας τον Γιώργο Κατσαρό, το 1987 ­όταν με μεγάλη χαρά και έκπληξη βεβαι­ώθηκα ότι οι πληροφορίες ότι ζει και είναι καλά ήταν αληθινές. Το ταξίδι μου εκείνο στις ΗΠΑ και η επαφή μου μ' ένα πρόσωπο που προϋπήρξε των περισσότερων δημιουργών του νεότερου ελληνικού τραγουδιού, που δεν βρίσκονται πια ανάμεσα μας. και εξακολουθούσε να λειτουργεί κοινωνικά, να παίζει, να τρα­γουδά και - το σημαντικότερο - να θυμά­ται ήταν πάνω απ' όλα ένα ευχάριστο αλλά ισχυρό σοκ.
θα πρέπει να σημειώσω, χωρίς υπερβολή, ότι η πορεία της έρευνας για το ρεμπέτικο τραγούδι - και όχι μόνο - που αρχίσαμε στις αρχές της δεκαετίας του '60 έπρεπε να ανασυνταχθεί και να αναπροσανα­τολιστεί, μετά από το μεγάλο πλήθος πληροφοριών που μας μετέδωσε ο εκπληκτικός αυτός δημιουργός και ερμηνευτής:
- Συμπληρώθηκε με σημαντικά στοιχεία ο φάκελος "Μετανάστευση Και Ελληνικό Τραγούδι Στις ΗΠΑ".
- Καταγράφηκαν στοιχεία για εκατοντάδες πρόσωπα του χώρου του ελληνικού τραγουδιού που γνωρίζαμε μόνο από τις ετικέτες των δίσκων των 78 στροφών.
- Άνοιξε προς μελέτη και έρευνα το θέμα των εκτός Ελλάδος και ΗΠΑ, βεβαίως Ελλήνων των ανά τον κόσμο παροικιών, που ελάχιστα στοιχεία ήταν και είναι γνωστά, ιδιαίτερα για τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
-Έκλεισε σχεδόν οριστικά το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής δισκογραφίας στις ΗΠΑ μετά από τη συγκέντρωση μεγάλου πλήθους πληροφοριών.
- Και, τέλος, η συμβολή του Γιώργου Κατσαρού πρέπει να θεωρηθεί σημαντική και καθοριστική στις δυνατότητες που ανοίγονται για συνεχή έρευνα μέσα στον εκπληκτικό κόσμο των σπουδαίων αυτών Ελλήνων της ξενιτειάς.
Η απομαγνητοφώνηση και καταγραφή όλων των πληροφοριών που μας έχει μεταδώσει ο σημαντικός αυτός Έλληνας πρέπει να αποτελέσουν στο άμεσο μέλλον τη "ραχοκοκαλιά" μιας τεράστιας αφήγησης της οδύσσειας, θα λέγαμε, της πορείας του Ελληνισμού της διασποράς. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπάρχει στην ιστορία του ανθρώπινου γένους πρόσωπο που σ' αυτή την τόσο μεγάλη ηλικία κατόρθωσε να παίζει αυτό το δύσκολο όργανο, την κιθάρα, με τα δέκα δάχτυλα, ταυτόχρονα να τραγουδά αλλά -το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου- και να θυμάται, μαζί με ένα τεράστιο ρεπερτόριο, απίστευτες λεπτομέρειες μιας ζωής που ξεπερνά πλέον τον έναν αιώνα.
Τα σημαντικά αλλά και άγνωστα πρόσωπα της ιστορίας μας, τα γεγονότα που σημάδεψαν τον λαό μας, αλλά και όλη την ανθρωπότητα επί έναν αιώνα, οι δυσκολίες του Ελληνισμού της διασποράς για επιβίωση, η ψυχαγωγία τους, οι πρόεδροι των ΗΠΑ που γνώρισε και δεν ζουν πλέον, και χιλιάδες γεγονότα παρελαύνουν στις αφηγήσεις του Γιώργου Κατσαρού.
Το κείμενο που ακολουθεί πρέπει να θεωρηθεί μια "τηλεγραφική σύμπτυξη" βασικών στοιχείων μιας αφήγησης μερικών χιλιάδων σελίδων, που αποτελούν ίσως την μεγαλύτερη συνέντευξη στην ιστορία του Ελληνισμού της διασποράς.

Ο βασιλιάς Γεώργιος, οι κουτσαβάκηδες και οι Ινδίες.
Ο Γιώργος θεολογίτης (Κατσαρός) - σύμφωνα πλέον με το επίσημο πιστοποιητικό - γεννήθηκε στην Αμοργό το βράδυ της 19ης προς 20ή Δεκεμβρίου του έτους 1888, από τον Νικόλαο θεολογίτη και την Άννα Στούπη. Ο παππούς του Αντώνης - που ήταν και εξαίρετος τραγουδιστής και "τροφοδότησε με ρεπερτόριο" τον Γιώργο - μετά από δύο γάμους (λόγω θανάτου της πρώτης του γυναίκας), δημιούργησε μια τεράστια οικογένεια, με πάνω από δέκα παιδιά, (θείους του Γιώργου) και δεκάδες εγγόνια (πρώτα εξαδέλφια του), που οι απόγονοί τους είναι διασκορπισμένοι σήμερα σε όλο τον πλανήτη, αλλά και στη γενέτειρα τους, Αμοργό.
Η οικογένεια θεολογίτη, με μεγάλη κτηματική περιουσία τα χρόνια εκείνα, με τον μικρό Γιώργο και τη μεγαλύτερη αδελφή του Σοφία, βρέθηκε σε τραγική κατάσταση μετά τον ξαφνικό θάνατο, σε δυστύχημα, του πατέρα του Νικόλαου, όταν ο Γιώργος ήταν 9 μόλις ετών. Στις αρχές του αιώνα η μητέρα με τα δύο ορφανά αποφάσισε να έρθει στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Της είχαν προτείνει να δουλέψει ως μαγείρισσα σε ένα από τα πολύ καλά σπίτια της Αθήνας, υψηλόβαθμου γνωστού στρατιωτικού της εποχής. Γρήγορα η οικονομική κατάσταση της οικογένειας θα βελτιωθεί, αφού με πρόταση του ίδιου του "αφεντικού της" μετακομίζει στα Ανάκτορα, πάντα ως μαγείρισσα, στο υπηρετικό προσωπικό του βασιλέως Γεωργίου Α' και του γιου του, διαδόχου Κωνσταντίνου.
Οι αναμνήσεις του από την περίοδο αυτή είναι πολλές και ενδιαφέρουσες και αφορούν τον τρόπο ζωής της βασιλικής οικογένειας. Πιο σημαντικό για την έρευνα είναι οι μαρτυρίες του για τον βασιλέα Γεώργιο Α', που ήταν υπέρμαχος του ελληνικού τρόπου ζωής.
Συχνά στα γλέντια τους τον θυμάται να τραγουδά αμανέδες και λαϊκά τραγούδια της εποχής.
Αν και θα παραμείνει άγνωστο πότε και πώς ξεκίνησε την κιθάρα και γενικότερα την ενασχόληση του με το τραγούδι, είναι βέβαιο ότι στις αρχές του αιώνα επηρεάστηκε πολύ από τις στρατιωτικές μπάντες στις παρελάσεις, τις χορωδίες και τις μαντολινάτες, που ήταν τότε της μόδας. Ταυτόχρονα όμως κατέβαινε συχνά στον Πειραιά για να δει έναν από τους θείους του που υπηρετούσε στη Χωροφυλακή. Εκεί ακούει για πρώτη φορά ρεμπέτικα τραγούδια, γνωρίζει τους ημιπαράνομους χώρους του Πειραιά και της Δραπετσώνας με τους τεκέδες του Μάνθου και του Καρίπη, και έρχεται σε επαφή με τους μάγκες της περιοχής και τα "υπολείμματα" των κουτσαβάκηδων. Τραγούδια αυτής της περιόδου κατέγραψε στα χρόνια του Μεσοπολέμου στις ΗΠΑ, που είναι και τα μοναδικά δείγματα αυτής της μακρινής και ασαφούς εποχής. Κιθάρα άρχισε να παίζει από μικρή ηλικία και στα 17 του χρόνια, δηλαδή γύρω στο 1905, παίζει και τραγουδά επαγγελματικά, περιφερόμενος στα καλά παραλιακά κέντρα του Πειραιά και του Ν. Φαλήρου, αλλά και σε στέκια της Αθήνας. Αυτή του η απασχόληση συνεχίζεται ως το 1909.
Τη χρονιά αυτή θα ταξιδέψει πρώτη φορά για τις ΗΠΑ, αφού ένας από τους συγγενείς του του έχει εξασφαλίσει δουλειά σε δικό του κέντρο.
Στις πιο πρόσφατες αφηγήσεις του ο Γιώργος Κατσαρός αναφέρει ένα ξεχασμένο ταξίδι επιστροφής του κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. θυμήθηκε λοιπόν αυτή του την επιστροφή, αφού στην κατάληψη της θεσσαλονίκης, στην δολοφονία του Γεωργίου Α' και στη στέψη του διαδόχου Κωνσταντίνου βρισκόταν στην Ελλάδα, στο παλάτι με την μητέρα του.
Ξαναγυρίζει στις ΗΠΑ. Ξεκινά τον Δεκέμβριο του 1913 και φθάνει τον Γενάρη του 1914. Τη χρονιά αυτή θα δουλέψει μερικούς μήνες στην ορχήστρα και χορωδία του Στρατού της Σωτηρίας. Η ορχήστρα έπαιζε σε δημόσιους χώρους και τα χρήματα πήγαιναν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα στέγη και τροφή στους μουσικούς της.
Μετά από αυτή την εμπειρία του θα "ανέβει λίγο παραπάνω", στα στέκια του downtown της Νέας Υόρκης, νότια του Μανχάταν που τότε κυριαρχείται από τους Έλληνες μετανάστες.
Η επιτυχία του Γιώργου Κατσαρού στον μουσικό χώρο των ελλήνων μεταναστών έρχεται γρήγορα, αφενός γιατί είναι από τους καλύτερους μουσικούς και αφετέρου διότι η "ιδιομορφία" του να παίζει και να τραγουδά με κιθάρα ένα τεράστιο ρεπερτόριο από ελαφρά επιθεωρησιακά, ρομάντζες, ξένα τραγούδια (ιταλικά, ισπανικά, αμερικάνικα), ως βαριά ρεμπέτικα, τον καθιστά περιζήτητο. Είναι από τους ελάχιστους σολίστ του είδους που μπορεί να επιβιώνει χωρίς την ανάγκη άλλων οργάνων.
Γνωρίζεται γρήγορα με τους διασημότερους τραγουδιστές και οργανοπαίκτες του χώρου των ελλήνων μεταναστών και γίνεται μέλος της μεγάλης αυτής μουσικής οικογένειας. Η Κούλα Αντωνοπούλου (Βλάχου) και η Μαρίκα Παπαγκίκα (ήδη παντρεμένη με τον κυμβαλιστή Γιώργο Παπαγκίκα), η Αμαλία Βάκα, ο Αχιλλέας Πούλος, ο Τέτος Δημητριάδης, ο Σωτήρης Στασινόπουλος, ο Λεωνίδας Σμυρνιός κ.ά. είναι μερικοί από τους τραγουδιστές με τους οποίους θα συνεργαστεί στο πάλκο τα επόμενα χρόνια ως το 1920. Από τους οργανοπαίκτες θυμάται τον πιανίστα Λουκιανό Καββαδία με την ορχήστρα του, τον συνθέτη και τραγουδιστή Ιερόθεο Σχίζα για την Μαντολινάτα του. τους μουσικοσυνθέτες Δημοσθένη Ζάττα και Νίκο Ρουμπάχη με την χορωδία του, και τον μεγάλο κρητικό τραγουδιστή λυράρη, Χαρίλαο Πιπεράκη. Τους βιολονίστες Γεώργιο Γκρέτση, Αθανάσιο Μακεδόνα, τους κλαρινετίστες Αντώνιο Σακελλαρίου, και Γιάννη Κυριακάτη, τους κυμβαλιστές Γιάννη Σφοντυλιά και Σπύρο Στάμο και πολλούς άλλους.
Γύρω στο 1918 - 19 τραγουδούσε σε γνωστό κέντρο που ανήκε σε έλληνες μετανάστες, στην Πόλη της Φιλαδέλφειας. Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν και ο υπεύθυνος του ξένου ρεπερτορίου της αμερικανικής εταιρείας RCA Victor, που την εποχή εκείνη ήταν η μεγαλύτερη σε παραγωγή και πωλήσεις δίσκων. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του, η συνάντηση αυτή ήταν καθοριστική για το μέλλον του αφού του δινόταν για πρώτη φορά η ευκαιρία να αποτυπώσει τα τραγούδια του σε δίσκους. Πράγματι το 1919 κυκλοφορεί ο πρώτος από μια σειρά δίσκους με τη RCA Victor βάσει του συμβολαίου που υπέγραψε για πέντε χρόνια και παρατάθηκε για μία ακόμη πενταετία το 1925. Ο δίσκος αυτός περιελάμβανε τα τραγούδια "Α, Κακούργα Έλλη" (ίσως η πρώτη εκτέλεση του πολύ γνωστού αυτού τραγουδιού) και το επίσης παραδοσιακό ζεϊμπέκικο των νησιών του Αιγαίου που το θυμόταν από τον παππού του, "Άντε Σαν Πεθάνω Στο Καράβι" με τον ανεξήγητο ως σήμερα τίτλο "Ελληνική Απόλαυσις" / Δίσκος RCA Victor Νο 68829).
Ακολουθεί ολόκληρη σειρά δίσκων με την RCA Victor που τον κατέστησε γνωστό σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα φυσικά στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα και στις παροικίες των Ελλήνων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η δεκαετία του '20 αρχίζει με τους καλύτερους οιωνούς για τον Γιώργο Κατσαρό, αφού οι επιστολές που του ζητούν εμφανίσεις έρχονται όχι μόνο από όλη την Αμερική, αλλά από όλες τις γωνιές του πλανήτη όπου υπάρχουν Έλληνες.
Το πρώτο μεγάλο του ταξίδι γίνεται προς τις Ινδίες, μετά από πρόσκληση των αδελφών Ράλλη, που είχαν ακούσει τους πρώτους του δίσκους και διατηρούσαν μια "αυτοκρατορία" εμπορικών και γεωργικών επιχειρήσεων με έδρα την Καλκούτα. Ταξίδι πολλών ημερών, πρώτα με σιδηρόδρομο από Φιλαδέλφεια - Ν. Υόρκη - Σαν Φρανσίσκο. Στη συνέχεια με πλοίο για Ιαπωνία, Βιρμανία. Ινδίες και... μεγάλη υποδοχή με ελέφαντες.
Στις Ινδίες παραμένει μερικούς μήνες και στην επιστροφή δίνει συναυλίες στο Ραγκούν της Βιρμανίας, κατεβαίνει σε πολλές πόλεις της Αυστραλίας, κάνει στάση στην Ιαπωνία για να επιστρέψει στην έδρα του στις ΗΠΑ.
Ο αριθμός των ταξιδιών του και η πληθώρα των εκδηλώσεων όπου έλαβε μέρος στα χρόνια του Μεσοπολέμου θεωρούνται και για τις σημερινές συνθήκες κάτι το ακατόρθωτο, λαμβάνοντας υπόψη τα μεταφορικά μέσα της εποχής. Εκτός από τις συνεχείς περιοδείες στο βόρειο ημισφαίριο (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό), ξαναπήγε σε Ινδίες - Αυστραλία. Δύο φορές στην Αφρική (Αίγυπτο, Σουδάν. Σομαλία, Νότιο Αφρική) με επιστροφή από Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία). Επίσης έχει εμφανιστεί πάρα πολλές φορές στην Κεντρική και Νότιο Αμερική (Παναμάς, Γουατεμάλα, Κολομβία, Βενεζουέλα, Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή) πάντα για τους Έλληνες των περιοχών αυτών.



ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΛΟΥΒΑΤΟΣ: (1914 - 1979)

Γεννήθηκε το 1914 στη Νάξο. Ήλθε στην Αθήνα σε μικρή ηλικία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή Μεταξουργείου. Μπουζούκι έμαθε με δάσκαλο τον Στέφανο Σπιτάμπελο. Το 1947, αρχίζει να ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια στην Odeon. Πρώτο του κομμάτι «Η ώρα πέρασε», με τον Δημήτρη Περδικόπουλο. Η πιο δημιουργική του περίοδος, ωστόσο, ήταν η δεκαετία του 1950. Τότε έκανε ιστορικές επιτυχίες όπως «Σάπιο σανίδι πάτησα» , «Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις», «Καίγομαι καίγομαι», «Δώσ' του νάνι, νάνι», «’ναψε το τσιγάρο».

Συνεργάστηκε στενά με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, αλλά κυρίως με τον Στέλιο Καζαντζίδη και την Καίτη Γκρέυ στην αρχή της καριέρας τους. Υπήρξε στενός φίλος και υποστηρικτής του Καζαντζίδη στα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Ήταν δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, με πάρα πολλές συμμετοχές σε ηχογραφήσεις λαϊκών τραγουδιών άλλων συνθετών, στην δεκαετία του 1950. Ως το 1955, ηχογραφούσε για την Columbia. Από το 1955 ως το 1959 μετακινήθηκε στην Odeon. Μετά έφυγε για την Αμερική, απ' όπου επέστρεψε το 1963.

Εργάστηκε στο κέντρο «Παράδεισος» στην οδό Θηβών με τον Μιχάλη Μενιδιάτη, τον οποίον ο Κλουβάτος είχε βάλει στη δισκογραφία το 1959, με το τραγούδι «Θα χτίσω μια καλύβα». ’ρχισε πάλι να ηχογραφεί δικά του τραγούδια στην Columbia με την Καίτη Γκρέυ, τον Μενιδιάτη, την Λύδια και τον Διονυσίου, μέχρι το 1967, οπότε άρχισε να αποσύρεται από την ενεργό δράση και ξεκίνησε να παραδίδει μαθήματα μπουζουκιού.
Στη δεκαετία του 1970 τον «ανεκάλυψε» ο Τάσος Σχορέλης και έκανε και πάλι μερικές ζωντανές εμφανίσεις μαζί με άλλους παλιούς μουσικούς του ρεμπέτικου. Έφυγε από τη ζωή το 1979.
Η μεγαλύτερη του επιτυχία, το «’ναψε το τσιγάρο», είναι και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού τραγουδιού, όλων των εποχών.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΤΗΣ (1885-1967)

Γεννήθηκε στα Μέθανα και σε ηλικία 8 χρονών μετακόμισε οικογενεικός στον Πειραιά. Μάγκας, πολυπράγμων και με χιούμορ που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του, χαρακτηριστική φιγούρα με το κουτσαβάκικο ντύσιμο, μαύρο κουστούμι με μακρύ παλτό και καπέλο για τους χειμώνες. Στα μέσα του `20 άνοιξε το πρώτο του Χοροδιδασκαλείο "Κάρμεν", και αργότερα στήνει το "Καφενείο του Ζωρζ Μπατέ", στην πλατεία Καραϊσκάκη, στον Πειραιά που λειτούργησε μέχρι το `37. Στη δεκαετία του `30 δίπλα στην Τετράδα άσκησε το επάγγελμα του μουσικού χωρίς όμως να κάνει καριέρα στην δισκογραφία. Ηχογράφησε 16 τραγούδια σε δίσκους 78 στρ. Τα πιο γνωστά είναι: Ο μπουφετζής, Ατσιγγάνα, Σού`χει λάχει, Γυφτοπούλα στο Χαμάμ, Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα και ο Θερμαστής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τριγυρίζει στα γνωστά του στέκια, ταβέρνες και καφενεία του Πειραιά παίζοντας στις παρέες τραγούδια από το ένδοξο χιουμοριστικό του παρελθόν. Εκανε δύο γάμους και τέσσερα παιδιά. Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1967 και κηδεύτηκε παρέα με τον αγαπημένο του μπαγλαμά.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗΣ (1910-1972)

Ο Γιάννης Μπερνιδάκης ή Μπαξεβάνης γεννήθηκε το 1910 στο Ρέθυμνο και καταγόταν από το Άνω Μαλάκι. Λέγεται ότι ο πατέρας του ήταν κηπουρός στο τσιφλίκι κάποιου Τούρκου και γι' αυτό αποκαλούνταν και «Μπαξεβάνης» (μπαξές=κήπος). Στα 12 του χρόνια άρχισε να παίζει μαντολίνο και μπουλγαρί, αλλά τον κέρδισε τελικά το λαούτο. Η καταπληκτική φωνή του ήταν εκείνη που έκανε όλη την Κρήτη να τον αποκαλεί "το αηδόνι της Κρήτης" και εξαιτίας αυτής έχει μείνει στην ιστορία σαν ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές που έχει βγάλει η Κρήτη. Εμφανίζεται στη δισκογραφία το 1928 με την ηχογράφηση ενός δίσκου με το λυράρη Αλέκο Καραβίτη, ενώ ακολούθησαν συνεργασίες με το Φουσταλιέρη ,το Λαγό, το Ροδινό ,τον Καρεκλά και το Σκορδαλό.Ο Μπαξεβάνης την εποχή εκείνη, με την ασύγκριτη φωνή του είχε ξεπεράσει τα στενά όρια της Κρήτης και είχε γίνει γνωστός και στην υπόλοιπη Ελλάδα καθώς τραγούδησε , εκτός από Κρητικά τραγούδια, νησιώτικα αλλά και μικρασιάτικα . Λένε ακόμη ότι οι λυράρηδες της εποχής φιλονικούσαν μεταξύ τους για το ποιός θα τον πάρει στα πανηγύρια και στις ηχογραφήσεις των δίσκων.
Από το Γ.Μπερνιδάκη και τον Παναγιώτη Τούντα ηχογραφήθηκε στην Αθήνα το τραγούδι "Άσπρο Περιστέρι Μου" και το "Αμάν Μαριώ"το 1938(δίσκος 78" Columbia DG6395) και το "Θε να σε κάμω μενεξέ" και το "Ωχ Μικρό Μελαχροινό" το Φλεβάρη του '40(δίσκος 78" Columbia DG6520). Με το Στ.Φουσταλιέρη ηχογράφησε το "Τα Βάσανα Μου Χαίρομαι", το "Μερακλήδικο Πουλί"(δίσκος 78" His Master's Voice AO2488), και το "Όσο Βαρούν Τα Σίδερα" το 1938(δίσκος 78" Columbia DG6364), το "Όσο Σιμώνει Ο Καιρός" και το "Πονεμένη Καρδιά" το 1940(δίσκος 78" His Master's Voice AO 2651). Το 1949 ηχογραφήσε συνολικά 6 τραγούδια με το Θανάση Σκορδαλό, εκ των οποίων είναι και το "Βαρύς Πισκοπιανός", "Το Ξεροστερνιανό Νερό",κ.α.
Το 1947 παντρεύτηκε με την Ελ.Κατσιμπράκη και απέκτησε μια κόρη που ζει στο Ρέθυμνο. Ο Γιάννης Μπερνιδάκης πέθανε στο Ρέθυμνο τον Ιούλιο του 1972.



MAΡΙΚΑ ΝΙΝΟΥ (1918-1956)

Γεννήθηκε στον Καύκασο το 1918. Ερχεται στην Αθήνα προς το τέλος του 1947, όπου εμφανίζεται σε διάφορα κέντρα κάνοντας ακροβατικά μαζί με τον άντρα της και το παιδί της και με το όνομα "Το Ντούο Νίνο και μισό". Τον Οκτώβριο του 1948 ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρα κοντά του σαν τραγουδίστρια στο κέντρο "Florida" της Λ. Αλεξάνδρας. Από εκεί πηγαίνει στο κέντρο του "Τζίμη του Χοντρού" όπου εμφανιζόταν ο Βασ. Τσιτσάνης. Από τότε άρχισε να ηχογραφεί τραγούδια των Βασ. Τσιτσάνη, Μ. Χιώτη, Γ. Παπαϊωάννου, Γ. Μητσάκη, Απ. Καλδάρα κ.α. Το 1955 ταξίδεψε στην Αμερική όπου εμφανίστηκε με τον Κ. Καπλάνη και τον Στ. Τζουανάκο. Γυρίζοντας στην Ελλάδα ήταν ήδη άρρωστη από καρκίνο και πέθανε λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 1956, κλείνοντας μιαν 8χρονη θριαμβευτική καριέρα στο πάλκο και στους δίσκους του λαϊκού τραγουδιού.



ΜΑΡΙΚΑ ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ (1885-?)

Γεννήθηκε στη Κω γύρω στο 1885. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε στην Αίγυπτο όπου εγκαταστάθηκε και δούλεψε σε Ελληνικά κέντρα διασκέδασης. Γύρω στα 1915 βρίσκεται στην Αμερική και εργάζεται στο κέντρο του Κ. Παπαγκίκα, που ήταν και ο άντρας της. Ταξίδεψε σε πολλές πολιτείες της Αμερικής και ηχογράφησε πολλούς δίσκους με τραγούδια παραδοσιακά και λαϊκά, αλλά και με ελαφρά και της επιθεώρησης, όπως τραγούδια του Θεοφ. Σακελλαρίδη και του Νίκου Χατζηαποστόλου, στις Αμερικανικές τους ηχογραφήσεις. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι ηχογραφήσεις της στα παραδοσιακά, στα Σμυρνέικα και στα δημοτικά, αφού πολλά από αυτά πρωτοηχογραφούνται απ` την φωνή της. Τα τελευταία της τραγούδια τα ηχογράφησε στα πρώτα χρόνια του `30 ενώ δεν είναι γνωστό το πότε πέθανε.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ του '69 σ' ένα μονοστηλάκι μπήκε σε μια εφημερίδα η είδηση ότι «πέθανε ο Ζέπος» που είχε εμπνεύσει το ομώνυμο τραγούδι στον Γιάννη Παπαϊωάννου! Για τον πολύ κόσμο ήταν έκπληξη και ότι ζούσε - κάποιοι τον θεωρούσαν πρόσωπο ανύπαρκτο που είχε φτιάξει η φαντασία του μπάρμπα-Γιάννη.
ΕΝΑΣ δημοσιογράφος τηλεφώνησε στον Παπαϊωάννου να τον ρωτήσει για τον Ζέπο, να μιλήσουν. Εκείνος δεν ήθελε. Τον είχε λυπήσει ιδιαίτερα ο θάνατος του καπετάν Αντρέα Ζέπου, γιατί δούλευε στα καΐκια του όταν αυτός ήταν σπουδαίος καραβοκύρης, και είχε καταντήσει πάμπτωχος, να κοιμάται σε μια τρώγλη στις Τζιτζιφιές, ανάμεσα στα δύο μπουζουκομάγαζα όπου έσπαγαν πιάτα με το τραγούδι του και ξόδευαν παρά με ουρά! Κι αυτός δεν είχε να φάει - τον φρόντιζε ο μπάρμπα - Γιάννης και ελάχιστοι άλλοι...
Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ επέμενε, ο Παπαϊωάννου τού 'λεγε «μια άλλη φορά», ο δημοσιογράφος του εξηγούσε ότι «τώρα είναι το θέμα επίκαιρο» και κάποια στιγμήο μπαρμπα-Γιάννης ρώτησε: «Πώς είπαμε ότι σε λένε;» Ο δημοσιογράφος απάντησε: «Παπαϊωάννου». «Ε, τότε, αφού σε λένε Παπαϊωάννου, έλα», του είπε και πριν κλείσουν το τηλέφωνο τον ρώτησε «πώς πίνει τον καφέ», για να 'ναι έτοιμος, όταν πάει! Και ήταν!
ΑΥΤΟΣ ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης που τούτες τις μέρες συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από το θάνατο του σε τροχαίο. Ήταν 58 χρόνων...
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Παπαϊωάννου του Παναγιώτη και της Χρυσής το γένος Βοναπάρτη, γεννήθηκε το '14 στην Κίο της Μ. Ασίας, ήρθε στην Ελλάδα το '22 με την Μικρασιατική Καταστροφή και κατέληξε στο Κερατσίνι κι από εκεί στις Τζιτζιφιές, όπου έμεινε σε παράγκα που έφτιαξαν οι πρόσφυγες μόνοι τους...
ΔΟΥΛΕΨΕ... και πού δεν δούλεψε. Ο ίδιος αφηγείται μ' εκείνο τον μοναδικό τρόπο που τα 'λέγε:
*«Είχα φτάσει τα 14 χρόνια μου. Οι θείοι μου ήτανε ψαράδες και κανονίσανε με κάποιο καΐκι, έφτιαξαν δίχτυα και βγήκαν στη δουλειά. Με πήραν και μένα μαζί τους, αλλά θαλασσοπνιγόμουν και το μερτικό ήταν μικρό. Έφυγα και πήγα σε έναν άλλο θείο μου, που ήταν μαραγκός. Έκατσα λίγο καιρό, αλλά περισσότερο ήταν το ξύλο παρά το ψωμί που έτρωγα! Η μάνα μου άρχισε να πουλάει σιγά σιγά τα χρυσαφικά, γιατί δεν τα φέρναμε βόλτα».
*«Με πήρε η μάνα μου μετά και με έβαλε σε ένα συνεργείο φορτηγών αυτοκινήτων εδώ στον Άγιο Διονύση, στο γκαράζ του Άννινου. Εκεί μέσα ήταν το συνεργείο του Γιάννη Κότσια. Δούλεψα ένα διάστημα και όσο έπαιρνα τα έδινα στο σαπούνι για να βγάζω τη μουτζούρα από πάνω μου. Ήμουνα και ναυτοπρόσκοπος σαλπιγκτής. Γιατί από μικρό παιδί στην Κίο έπαιζα φυσαρμόνικα. Όταν φύγαμε από την Κίο, ήμουνα στην πρώτη τάξη, αλλά εδώ δεν πήγα σχολείο, αν και είχε νυχτερινή σχολή, γιατί κάθε βράδυ γύριζα κουρασμένος και ψόφιος από την ταλαιπωρία της ημέρας».
* «Βγήκα μετά στις οικοδομές. Κουβάλαγα ζεμπίλια, έκανα κάθε λογής δουλειά. Ήμουνα σκληραγωγημένος γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Αγώνας για τη φασολάδα. Είχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες και έτρωγα μία. Βλέπετε φτώχεια. Πήγα για λίγο καιρό και δούλεψα με το Ζέπο στα καΐκια του, αυτόνε που τον έκανα τραγούδι. Μεγάλος αυτός ο άνθρωπος, μεγάλη ιστορία. Φίλος μου. Συνέχισα τη δουλειά μου στις οικοδομές. Κουβάλαγα άμμο, κάθε μέρα στο γιαπί, κάθε μέρα κούραση. Μετά σιγά σιγά πήρα και το μυστρί, άρχισα να γίνομαι μάστορας. Έτσι πέρασε λίγος καιρός και αρχίσαμε να ανασαίνουμε με τη γριά».

ΘΑ ΚΑΝΕΙ κι άλλες δουλειές, θα αρχίσει να παίζει μπάλα (άριστος τερματοφύλακας στην «Πέρα Κλουπ» και στον «Φαληρικό»), να μαθαίνει από τον Ζέπο το ψάρεμα. Η μάνα του δεν ήθελε να παίζει μπάλα. Της είπε: «θα σταματήσω αν μου πάρεις ένα μαντολίνο». Του πήρε! Έμαθε γρήγορα και μετά πήρε κιθάρα - ενώ συγχρόνως είχε γίνει εργολάβος: έπαιρνε δουλειές, σοβατίσματα και τέτοια. Και μετά ήρθε το μπουζούκι!

* «Ακούστε λοιπόν, πώς πήρα το μπουζούκι και πώς έγινα Παπαϊωάννου: Ένα μεσημέρι καθόμουνα στην ταβέρνα αυτή και έτρωγα. Ήμουνα με τα ρούχα της δουλειάς. Ακουσα ένα δίσκο που είχε βγάλει στην Αμερική ο Χαλκιάς. Ήταν ένας μεγάλος δίσκος αμερικάνικος και από τη μια είχε ένα σόλο Μινόρε και από την άλλη ένα σόλο ζεϊμπέκικο. Μόλις το άκουσα τρελάθηκα. Σηκώθηκα να διαβάσω το δίσκο και είδα το όνομα του Χαλκιά. Έγραφε Γιάννης Χαλκιάς. Ηταν το "Μινόρε του Τεκέ". Τρέλα! (...) Αμέσως άλλαξα γνώμη και είπα θα πάρω μπουζούκι. Φούντωσε το μυαλό μου, δεν το χόρταινα να το ακούω...».

Η ΜΑΝΑ του, όμως, δεν ήθελε και τον έδιωξε από το σπίτι («Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι!» θα πει!). Εκείνος θα συνεχίσει κρυφά στο σπίτι ενός φίλου του (γιατί «είναι άσχημος νταλκάς αυτό το παλιόξυλο!») και τελικά θα γίνει σπουδαίος:
* «Γρήγορα έγινα άπιαστος! Είχα γράψει τη "Φαληριώτισσα", το πρώτο τραγούδι, για πολλά χρόνια την τραγουδάγαμε με τους φί­λους στους δρόμους. Χιλιάδες κόσμος είχε ακούσει που κάναμε καντάδα τη "Φαληριώτισσα" στα σοκάκια. Ήτανε η πιο μεγάλη καντάδα εκείνης της εποχής στις Τζιτζιφιές και στο Φάληρο. Όπου άκουγες τσούρμο από νέους τραγουδάγανε τη "Φαληριώτισσα"!».

ΜΕΤΑ το στρατιωτικό θ' ακολουθήσει η «Μοδιστρούλα», ο Παπαϊωάννου θα βρεθεί με τους μεγάλους του είδους, τον Μάρκο (που θεωρούσε - όπως και ήταν - πρωτοπόρο και δάσκαλο, τον Μπάτη, τον Στράτο, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα, τον Ρούκουνα, τον Χατζηχρήστο, τον Ανέστο Δελιά, τον Περιστέρη και τόσους άλλους. Γρήγορα θα γίνει ο μεγάλος Παπαϊωάννου και μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη θα γράψουν χρυσές σελίδες στην ιστορία της λαϊκής μουσικής. (Λεπτομέρεια: είχαν γεννηθεί την ίδια μέρα: 18 Ιανουαρίου! Ο ένας το 1914 κι ο άλλος το 1915!).
ΘΑ ΓΡΑΨΕΙ αξέχαστες επιτυχίες («Πριν το χάραμα», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Πέθανε ο Περικλής», «Μαγκιόρισσα», «Πέντε έλληνες στον Αδη», «Σ' αγαπώ και μη σε νοιάζει», «Η νοσοκόμα», «Τις γυναίκες τις δουλεύω», «Ανοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Είμαστε φίλοι και δεν αξίζει μια γυναίκα να μας χωρίζει», «Βαγγελίτσα», «Ο καψούρης», «Σβήσε το φως...» και άλλα πολλά...) και θα ομορφύνει τις βραδιές μας για χρόνια - μόνο που ο θάνατος ήρθε νωρίς: στις 3 Aυγούστου, πριν από τριάντα χρόνια...



ΣΠΥΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ (1900-1966)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, από Έλληνα πατέρα και Ιταλίδα μητέρα. ’ρχισε από μικρός να μαθαίνει μαντολίνο και μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη (γύρω στο 1915) κατόρθωσε να τελειώσει την Ιταλική Σχολή και να μάθει ιταλικά και γερμανικά. Πρέπει να ήταν από τα μεγάλα μουσικά ταλέντα της εποχής, αφού οι πληροφορίες λένε ότι μετά το θάνατο του Σιδερή (1918) επανήλθε στη Σμύρνη και ανέλαβε, σε τόσο μικρή ηλικία, την ευθύνη της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας του Σιδερή, που είχε γίνει διάσημη σ`όλη την Ευρώπη, και έμεινε γνωστή με το όνομα "Τα Πολιτάκια". Τον τίτλο αυτό χρησιμοποίησε στις αρχές του 30, όταν παίζοντας στην ορχήστρα του Υπερωκειανείου "Μέγας Αλέξανδρος", ηχογράφησε στις Η.Π.Α., κάποια οργανικά κομμάτια, με το ψευδώνυμο Σ. Γεωργιάδης. Ο Κώστας Τζόβενος θυμάται, ότι από το 1923, γνώρισε το νεαρό "Μαντολίστα" και δούλεψαν μαζί σε όλα τα γνωστά μαγαζιά της εποχής, παρέα με τον Αντώνη Νταλγκά, τον Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη, τον Δημήτρη Αραπάκη, τον Κώστα Σκαρβέλη, τον Κώστα Καρίπη και άλλους. Η γνωριμία του, στις αρχές της δεκαετίας του 30 με τον Μίνωα Μάτσα - υπεύθυνο των εταιριών ODEON και PARLOPHONE - και η μακρόχρονη φιλία και συνεργασία που ακολούθησαν, ίσως είναι μία από τις κύριες αιτίες που πέρασαν στη δισκογραφία τα αριστουργήματα των λαϊκών συνθετών του ρεμπέτικου. Ο Σπύρος Περιστέρης, όπως και οι άλλοι "λαϊκοί μαέστροι", ήταν επιφορτισμένοι - εκτός από τις ενορχηστρώσεις - και με την επιλογή τραγουδιστών και ρεπερτορίου. Ήταν αυτοί που άκουγαν και επέλεγαν τα τραγούδια που τους έφερναν οι διάφοροι συνθέτες. Η παρέμβαση του Περιστέρη ήταν ιδιαίτερα σημαντική, αφού από το 1934 και μετά είναι εκείνος που παίζει μπουζούκι στα τραγούδια του Βαμβακάρη, η οποιοδήποτε όργανο ήταν απαραίτητο να παιχτεί, στα τραγούδια του Κ. Σκαρβέλη (με τον Κάβουρα), του Β. Τσιτσάνη, του Ι. Παπαϊωάννου, του Απ. Χατζηχρήστου και των άλλων συνθετών που συνεργάζονταν με τις δύο εταιρείες. Ηεμφάνισή του στη δισκογραφία αρχίζει το 1934 με μια σειρά εκπληκτικά ρεμπέτικα, όπως :"Ο ιππότης", "Η μποέμισσα", "Οφ Αμάν", "Τα Μπελεντέρια", "Ο τεκετζής", και το κορυφαίο, "Ο μάγκας του Βοτανικού", με τον Ζαχ. Κασιμάτη. Ο Περιστέρης έπαιζε άριστα όλα, τα έγχορδα όργανα με τάστα, πιάνο, ακκορντεόν και κόντρα μπάσσο. Παντρεύτηκε το 1921 και απέκτησε τον Αργύρη και τον Δημήτρη που έγιναν εξαιρετικοί μουσικοί. Ο Περιστέρης ακόμα και στα τελευταία χρόνια της ζωής του βοήθησε και τη νεότερη γενιά συνθετών παίζοντας στις ηχογραφήσεις τραγουδιών του Χρήστου Λεοντή και άλλων. Πέθανε τον Απρίλιο του 1966 στην Αθήνα, αφήνοντας ένα κενό στο χώρο της μουσικής που μάλλον δεν πρόκειται να αναπληρωθεί ποτέ.



ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΠΙΠΕΡΑΚΗΣ (1894 ή 95 - 1978)

Ο Χαρίλαος Πιπεράκης. πιο γνωστός ως Χαρίλαος Κρητικός, θεωρείται από τα μυθικά πρόσωπα της μουσικής παράδοσης της Κρήτης και ένας από τους "πατέρες" της νεότερης κρητικής μουσικής, αν και η φήμη του ήταν μεγαλύτερη εκτός της γενέτειρας του. Γεννήθηκε το 1894 ή το 1895 στο Ξεροστέρνι του νομού Χανίων και ασχολήθηκε από μικρός με τη μουσική μαθαίνοντας στο ξεκίνημα βιολί. Πέρασε πολύ γρήγορα στην κρητική λύρα και σε ηλικία μόλις 14 χρόνων θεωρήθηκε ένα από τους εξαίρετους εκτελεστές. Τα πρώτα του μαθήματα λύρας τα πήρε παιδί ακόμη από το σπουδαίο κοντοχωριανό του λυράρη Μαθιούδη. Δεν γνωρίζουμε αν συνέβη, αλλά αναφέρεται από τον συμπατριώτη του δικηγόρο Γιώργο Στυλιανάκη ότι -άγνωστο πως-υπήρξε επίσης, στη νεαρή του ηλικία, μαθητής του "ιερού τέρατος" της μικρασιατικής μουσικής, του περίφημου Κωνσταντινουπολίτη λυράρη Damouri Jemil Bey που πέθανε το 1914 αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στη μουσική παράδοση της Μικρός Ασίας. Έφηβος ακόμη, το 1912 ή 1913 και έχοντας μοναδικό εφόδιο την τέχνη του, αποφασίζει το μεγάλο ταξίδι στην Αμερική, που έμελλε να επιφυλάξει τεράστιες εκπλήξεις αφού εκεί έζησε και τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Αν και δεν υπάρχουν ακόμα στοιχεία για τα πρώτα του χρόνια στην Αμερική, είναι βέβαιο ότι γρήγορα εντάχθηκε στον χώρο των ελλήνων μουσικών και επιβεβαίωσε την αξία του. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Γιώργου Κατσαρού (Θεολογίτη), που υπήρξε για δεκάδες χρόνια φίλος, συνεργάτης και σύντροφος του στο πάλκο, ο Χαρίλαος ήταν ήδη διάσημος πριν από το 1920 και στα χρόνια του Μεσοπολέμου θεωρήθηκε ο σημαντικότερος και διασημότερος λυράρης-τραγουδιστής (ή λυριστής, όπως αναφέρουν οι ετικέτες των δίσκων της εποχής) που πέρασε ποτέ από την Αμερική. Στο πέρασμα του, κατά τη διάρκεια των πολύμηνων περιοδειών που πραγματοποιούσαν οι διάφορες κομπανίες των ελλήνων μουσικών, ξεσήκωνε όχι μόνο τους Κρητικούς των περιοχών όπου έπαιζε, αλλά και ανθρώπους από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Και όχι μόνο, αφού με το πέρασμα των χρόνων εμπλούτισε το ρεπερτόριο του με τραγούδια από διάφορες περιοχές του ελληνισμού αλλά και από γειτονικές μεσογειακές χώρες. "Με όση άνεση καιευχέρεια απέδιδε τα τραγούδια της μουσικής παράδοσης της Κρήτης, το ίδιο τέλεια έπαιζε σφουγγαράδικα τραγούδια, σκοπούς και ταξίδια από τα βάθη της Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, ως και τους γρήγορους ήχους των λαών της Βαλκανικής, ρεμπέτικα ή ελαφρά τραγούδια της πατρίδας, ως και κλασικούς χορούς των ευρωπαϊκών σαλονιών", σημειώνει ο Γιώργος Στυλιανάκης σε άρθρο του για τον θάνατο του Χαρίλαου Κρητικού στον "Κήρυκα" των Χανίων τον Φεβρουάριο του 1979. Παρόμοιος όμως ήταν και ο ξεσηκωμός των συμπατριωτών του στις λίγες φορές όπου βρέθηκε στην Κρήτη στα χρόνια του Μεσοπολέμου: "Στη δράση του μόνο μια φορά -το 1936- λέγεται πως ήρθε εδώ και τον συνωστισμό που προκάλεσε η έλευση του τον παρομοιάζουν οι παλιοί -απλοϊκοί ίσως- με την κηδεία του Εθνάρχη", σημειώνει, ως άνω, ο Γ. Στυλιανάκης. Ο Χαρίλαος Κρητικός ανήκε στους -λίγους δυστυχώς- Έλληνες μουσικούς της πρώτης γενιάς των μεταναστών που διατήρησαν σχέσεις και επαφές με την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Αναφέρονται, από πληροφορίες, ταξίδια του το 1923, το 1926, το 1932, το 1936 στην Κρήτη, όπου έμενε για μικρά χρονικά διαστήματα και επέστρεφε στην Αμερική. Λέγεται ότι το 1928 επέστρεψε για λίγο στην Κρήτη και συναντήθηκε με πολλούς μουσικούς της εποχής, μεταξύ των οποίων ο μεγάλος Χανιώτης βιολάτορας Γιώργος Μαργιάνος, από τον οποίο έμαθε αρκετές μελωδίες, καθώς και οι μεγάλοι Ρεθεμνιώτες μουσικοί Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), που τον κέρδισαν με τις ικανότητές τους και διοργάνωσαν στην προκυμαία του Ρεθύμνου ένα διήμερο γλέντι που άφησε εποχή (συγκινητική λογοτεχνική περιγραφή του γεγονότος κάνει ο Νίκος Αγγελής στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Στον Ίσκιο της Μαδάρας», στο αφήγημά του για το Ροδινό). Ο Χαρίλαος αν και παίζει στο πάλκο από τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα, στη δισκογραφία εμφανίζεται το 1926, ιδρύοντας μαζί με άλλους μια δική τους εταιρεία δίσκων με το όνομα "Φάρος". Συνέβη και με άλλoυς - διάσημους στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και κατόπιν-καλλιτέχνες να μην εντάσσονται στις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες της Αμερικής αλλά να δημιουργούν δικές τους μονάδες παραγωγής, αφενός για να ελέγχουν το ρεπερτόριο τους, αφετέρου για να συμμετέχουν και στα πιθανά κέρδη. Στην περίοδο των 78 στροφών έχουν καταγραφεί -μέχρι στιγμής- 35 τέτοιες μικρές ελληνικού ρεπερτορίου εταιρείες.
Δυστυχώς, για αγνώστους λόγους, η δισκογραφική παρουσία του Χαρίλαου στα χρόνια του Μεσοπολέμου δεν ήταν ανάλογη της μεγάλης του φήμης και της καλλιτεχνικής δράσης του. Με την εταιρεία Pharos ηχογραφεί το 1926-27 14 τραγούδια, εκ των οποίων πέντε παραδοσιακά ρεμπέτικα και εννέα κρητικά. Ο Χαρίλαος μας κληροδότησε κλασικά κρητικά τραγούδια, όπως τα περίφημα συρτά "Το ξηροστεριανό νερό" και "Οχι λουσακιανό κρασί". Η αποτύπωση και η καταγραφή ρεμπέτικων από τον Χαρίλαο Κρητικό, με τη φωνή και τη λύρα του, άνοιγε ένα ενδιαφέρον κεφαλαίο στη διερεύνηση της ιστορίας του ρεμπέτικου, ενώ ταυτόχρονα φανέρωνε και τη διείσδυση του μουσικού αυτού είδους σε μουσικούς χώρους που δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ο Χαρίλαος ηχογραφεί στη δεκαετία του '30 άλλα 12 τραγούδια (τέσσερα με την Columbia και οκτώ με την Orthophonic που επανατυπώνονται και από την RCA εκ των οποίων πέντε ακόμη ρεμπέτικου ύφους και επτά κρητικά. Η δισκογραφική παρουσία του Χαρίλαου συνεχίζεται και μεταπολεμικά, ηχογραφώντας ομοίως ρεμπέτικα και κρητικά τραγούδια σε μικρές ελληνικές εταιρείες της Αμερικής, όπως η Grecophon, η Kaliphon, κ.α. Η παρουσία του στο πάλκο ήταν συνεχής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη δεκαετία του '50 υποδέχεται κι αυτός μαζί με το Γιώργο Κατσαρό (Θεολογίτη) - τη νεότερη γενιά των ελλήνων μουσικών που περιοδεύουν ή εγκαθίστανται στην Αμερική. Ο Κώστας Καπλανής, που έπαιξε και έζησε πολλά χρονιά μαζί του τον περιγράφει σαν ένα γλυκύτατο, χιουμορίστα και ενωτικό συνάδελφο, με τεράστια ευχέρεια στη σύνθεση μαντινάδων, συντροφικό και πάνω απ' όλα εξαίσιο εκτελεστή. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θέλησε να επιστρέψει στην Κρήτη για να παίζει εκεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Αλλά δεν πρόλαβε. Από τον γάμο του απέκτησε δυο γιους, ενώ πολλά μέλη της οικογένειας του ζουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πέθανε το 1978 στις ΗΠΑ και θάφτηκε στο χωριό του. Στον ύστατο αποχαιρετισμό του φίλου του δικηγόρου Γ Στυλιανάκη (ως άνω) αναφέρονται ακόμη τα παρακάτω: "Όμως ο Χαρίλαος, ο αξέχαστος για χιλιάδες φίλους του Χαρίλαος, όσα κι αν πούμε δεν περιγράφεται με ξερά γράμματα. Περιγράφεται μόνο με την αίσθηση της υπέροχης μουσικής του. Και όσο κι αν τον είπαν "θεό της μουσικής" (στην Αμερική), ή "Μπουγιούκ Σειτάν". δηλαδή "Μεγάλο Διάβολο", οι Ανατολίτες, ή "Παγκανίνι της λύρας" (Στην Αθήνα το 1958), ή πως αλλιώς ένιωθε ο κάθε μακάριος ακροατής του, έφυγε όπως όλοι. Το "ιερό τέρας" όσο κι αν κυριάρχησε για 70 χρόνια στο μουσικό στερέωμα της Αμερικής και έμεινε "σφάχτης" στην καρδιά του κάθε επαναστάτη, έσβησε χωρίς πόνο, όπως έλεγε το τηλεγράφημα. Όσο κι αν μπήκε στο Πάνθεον των τριών μεγάλων της λύρας, (μαζί με τον Νταμουρή Τζεμίλ Μπέη και το Λάμπρο Λεονταρίτη, που και οι δυο ήταν Πολίτες), άφησε τον κόσμο αυτό με δυο κοινούς καημούς. Που δεν μπορούσε πια να παίξει και να εκφράσει το πύρινο πάθος της ψυχής του και που δεν πέθανε στην Κρήτη του".



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΜΣΗΣ - ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ
το πρώτο βιολί του ρεμπέτικου



ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΝΤΡΟΠΗ ΠΟΥ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΣΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΥΤΕ ΚΑΠΟΙΟ ΕΙΔΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟΝ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ.


Αυτό το κενό θέλει να... γλυκάνει το μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του, μισό αιώνα και κάτι από την αποδημία του: 13 Ιανουαρίου 1950. Όπως το συνηθίζουμε, για όλους αυτούς τους ανεπανάληπτους συνθέτες, τραγουδιστές, στιχουργούς και παιχνιδιάτορες, που αυγάταιναντην πολιτιστική μας προίκα, συνομιλούμε με τους απογόνους τουςγια να μας φέρουν κοντά στην προσωπικότητα του δημιουργού, πιο άμεσα από τα ψυχρά βιογραφικά σημειώματα. Στην περίπτωση του Σαλονικιού ήταν πολύ αργοπορημένη αλλά ευτυχής η συνάντησή μας με την κόρη του και τη νύφη του.
Οι κυρίες Ελένη Σέμση-Νικολαΐδου και Μαργαρίτα Χαρβαλλιά-Σέμση, εκτός από βιογραφικά περιστατικά, μας έδωσαντην αίσθηση της παρουσίαςτου Σαλονικιού στη μεγάλη μουσική οικογένεια. Μέχρι τώρα τουλάχιστον έξι γενιές μουσικών, κυρίως βιολιστές! Η Ελένη Σέμση ζει τα χρόνια της δόξας αλλά και του τέλους του πατέρα της. Η Μαργαρίτα Χαρβαλλιά, σύζυγος του Μιχάλη Σέμση, είναι σαν να γνώρισε τον πεθερό της από τις ατέλειωτες συζητήσεις που είχε με την πεθερά της μετά το θάνατό του. Να πιάσουμε όμως από την αρχή το νήμα.
Ο Δημήτρης Σέμσης γεννιέται στη Στρώμνιτσα (Στρούμνιτοα), η οποία τον καιρό της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανήκει στο βιλαέτι της θεσσαλονίκης. Η κόρη του μιλάει για τις ρίζες της οικογένειας: «Μεγάλη οικογένεια βιολιστών. Ο πατέραςτου και ο παππούςτου έπαιζαν βιολί. Ο πατέραςτου, Μιχάλης, Μιχελιό τον φώναζαν, έφτιαχνε στις χανούμισσες ωραίες ομπρέλες για τον ήλιο, κατασκεύαζε και έπαιζε βιολί. Από τις επαγγελματικές ενασχολήσεις τον ονόμαζαν ο Σεμσιατζής (ομπρελάς) και ο Κεμαντζής(βιολιτζής). Το οικογενειακό μας όνομα ήταν Κουκουδέα. Τελικά ο παππούς μου, ο Μιχελιός, το έκανε Σέμση, ίσως το θεώρησε πιο καλλιτεχνικό. Η μητέρα, Ελένη, ήταν φοβερός τύπος. Μπαμπαλένκα τη φώναζαν, δηλαδή γιαγιά Ελένη. Ασχολιόταν με τα μετάξια, οικοτεχνία».
Γρίφος η ακριβής χρονολογία γέννησης. Ο λόγος στη νύφη του: «Κανείς δεν ξέρει πότε γεννήθηκε ο Σαλονικιός. Όπως μου έλεγε η πεθερά μου, μάλλον το 1881.0 Σαλονικιός έκρυβε χρόνια. Γιατί, όταν πήγε να παντρευτεί, του προξένευαν τη μεγάλη αδελφή του μουσικού Κώστα Κάνουλα από τα Σώκια της Μικράς Ασίας, μοδίστρα, 32 χρόνων. Πήγε στο σπίτι να τη ζητήσει και γνώρισε τη μικρή αδελφή που του έφερε το δίσκο με το γλυκό. "Αυτή θα παντρευτώ" είπε. Το περιστατικό συμβαίνει στη θεσσαλονίκη. Τελικά το 1921 παντρεύεται τη μικρή αδελφή, τη δεκαεπτάχρονη Δήμητρα Κάνουλα. Η Μπαμπαλένκα μιλούσε σλαβομακεδόνικα, λίγα ελληνικά ήξερε. Η υπόλοιπη οικογένεια μιλούσε πολύ καλά ελληνικά. Τα παιδιά πήγαν στο σχολείο. Η Στρούμνιτσα είχε τρία ελληνικά σχολεία. Ήταν πολύ ξύπνια γυναίκα. Έλεγε η πεθερά μου ότι πριν από τον Μιχελιό είχε ερωτευτεί τρελά κάποιον Δημήτρη και μετά, όταν παντρεύτηκε τον Μιχελιό, έβγαλε το γιο τους Δημήτρη. Δεν υπήρχε Δημήτρης στηνοικογένεια».

Περιοδείες
Από τα πολλά παιδιά που κάνουν ο Μιχάλης και η Ελένη ζουν τελικά τρία: πρώτη η Μαρία (Μαριόνκα) μεταναστεύει και εγκαθίσταται οριστικά στην Αμερική, δεύτερος ο Δημήτρης και τρίτη η Ευαγγελία που πεθαίνει στην Κατοχή. Χάνονται στο μύθο τα πρώτα χρόνια της μουσικής πορείας του Δημήτρη Σέμση. «Από μικρός φαίνεται ότι έπαιζε βιολί. Του έδειχνε ο πατέρας του. Επειδή νωρίς φανέρωσε το ταλέντο, μάζεψαν λεφτά και τον έστειλαν στο ωδείο της θεσσαλονίκης να σπουδάσει» λέει η Ελένη Σέμση. «Δεν έμεινε όμως, δέκα χρόνων παιδάκι ήταν και δεν μπορούσε φαίνεται να προσαρμοστεί. Όταν πήγε δεκατριών-δεκατεσσάρων χρόνων πέρασε από τη Στρούμνιτσα ένα τσίρκο από το Βελιγράδι. Επειδή ήδη έπαιζε καλό βιολί και μπορούσε να διαβάζει παρτιτούρες, φεύγει μαζί του και γυρίζουν όλη τη Βαλκανική. Ένα βιολί που του έφτιαξε ο πατέρας του πήρε μόνο στον ντορβά. Φαίνεται όμως ότι ο κακομοίρης πέρασε μαύρη ζωή. Ένα παιδάκι τώρα να το πάρεις από τον τόπο του! Δεν είχε καλές αναμνήσεις από αυτό το ταξίδι, αλλά όμωςτελειοποίησε τηντεχνική, παίζοντας μετσιγγάνους και άλλους οργανοπαίκτες. Έφτασε μέχρι την Αιθιοπία ταξιδεύοντας».
Η Μαργαρίτα Σέμση αναφέρει ένα θρυλικό περιστατικό: «Έπαιξε στο παλάτι του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, ο οποίος λέγεται ότι επέτρεψε στις χανούμισσες να τον ακούσουν χωρίς να φοράνε φερετζέ, γιατί ήταν ακόμη αμούστακο μικρό παιδί. Ο άντρας μου, Μιχάλης, έλεγε ότι από πολύ μικρός ο πατέραςτου ήταν μοναδικός στο βιολί. Στο πρώτο ταξίδι πρέπει να έμεινε κάποιο χρόνο στην Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ 1909 και 1912 παίζει αρκετό καιρό πάλι στην Πόλη. Και στη Σμύρνη έμεινε σε κάποιο άλλο ταξίδι. Πάντως γενικά δεν γνωρίζουμε τι έκανε στα νιάτα του. Γύρω στα είκοσι χρόνια γυρίζει, φτάνει στην Παλαιστίνη και βαπτίζεται στον Ιορδάνη ποταμό. Όταντο 1919 γυρίζει στη Στρούμνιτσα τον υποδέχονται με κωδωνοκρουσίες».
Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Στρώμνιτσα περνάει στη Σερβία. Στο τέλος του 1919 ή στους πρώτους μήνες του 1920 ο Δημήτρης Σέμσης φεύγει οικογενειακά για τη θεσσαλονίκη. Από το 1921, μετά το γάμο του με τη Δήμητρα Κάνουλα (1903-1973), μένουν στο Τσινάρι, οδός Δημητρίου Πολιορκητού, σημερινή Καραολή Δημητρίου. Αποκτούν τέσσερα παιδιά:την Ελένη (1922),τον Μιχάλη (1923- 3 Μαΐου 198?), κορυφαίο βιολιστή της Κρατικής Ορχήστρας,την Καλλιόπη (1925-27-9-2001) και τον Νικόλαο (1929- 7 Νοεμβρίου 1948], επίσης βιολιστή. Στη θεσσαλονίκη, όπου διαμένει μέχρι το τέλος του 1926, εδραιώνεται η φήμη του. Πήρε μέρος στις πρωτόγονες ηχογραφήσεις δίσκων στη θεσσαλονίκη μετά περιοδεύοντα φωνοληπτικά συνεργεία; Η οικογένεια του απαντά όχι, γιατί, αν έκανε ηχογραφήσεις, θα τό ανέφερε ο ίδιος. Από την άλλη, είναι δυνατόν ένας τόσο μεγάλος μουσικός να μην αξιοποιήθηκε στην πρωίμη δισκογραφία; Δεν έχουμε στοιχεία.
Από το 1926, πάντως, κάνει τα πρώτα ταξίδια στην πρωτεύουσα και παίρνει μέρος στις φωνοληψίες ως βιολιστής. Στις αρχές του 1927 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθή­να. Αυτή την εποχή παίρνει το προσωνύμιο Σαλονικιός, μάλλον κάποιοι παράγοντες των δισκογραφικών εταιρειών νομίζουν ότι κατάγεται από τη θεσσαλονίκη. Είναι το πρώτο όνομα οργανοπαίκτη που αναγράφεται στις ετικέτες δίσκων. Ποιες οι πρώτες του εγγραφές; Από τη σύγκριση στοιχείων των μελετητών της δισκογραφίας (Διονύσης Μανιάτης, Hugo Stroetbaum και LisbetTorp) προκύπτει ότι ο Δημήτρης Σέμσης-Σαλονικιός γράφει το 1926 ως βιολιστής, με τη φωνή του Δημήτρη Καλλίνικου-Αραπάκη,τον πρώτο του δίσκο: από τη μια πλευρά ο ΜανέςΣαμπάχ και, από την άλλη, ο Μανές Ραστ. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και ο δεύτερος δίσκος Μανές Χιτζάζ και Μανές Νεβά, όπου παίζει βιολί ο Σαλονικιός και τραγουδάει ο Αντώνης Δια μαντίδης-Νταλγκάς. Το πρώτο τραγούδι ως συνθέτης ηχογραφείτο 1929: Καμωματού Σμυρνιά, με τον Α. Διαμαντίδη-Νταλγκά. Την περίοδο 1928-1949 ο Δ. Σέμσης-Σαλονικιός γράφει στις 78 στροφές περίπου εκατό κομμάτια.
«Ενώ είναι υπεύθυνος της επιλογής των τραγουδιών της Columbia και της His Master's Voice» λέει η Μαργαρίτα Σέμση «δεν πέρασε πολλά τραγούδια σε δίσκους. Ίσως δεν είχε πολύ χρόνο. Για να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις με τους άλλους συναδέλφους του - ότι προφανώς κάνει κατάχρηση της θέσης του - έβγαλε και ορισμένα κομμάτια με ψευδώνυμα, όπως Στέλιος Δρόσος και Γιώργος Στέφας. Θρυλικό τραγούδι του ήταν το Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική (σ.σ.: 1935 με τη Ρίτα Αμπατζή). Χάλασε κόσμο. Αφού έλεγε μετά η πεθερά μου ότι σπίτι αγόρασαν με τα ποσοστά από το τραγούδι. Όταν άνοιξε ο πρώτος κρατικός ραδιοσταθμός, ο Δημήτρης Σέμσης ανέλαβε υπεύθυνος για το πρόγραμμα δημοτικής μουσικής». Για τα σπίτια όπου έμεναν, θυμάται η Ελένη Σέμση: «Τα περισσότερα χρόνια στην Αθήνα τα ζήσαμε στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 298. Την περίοδο 1929 πήρε ο πατέρας το σπίτι. Όταν ήρθαμε απότη θεσσαλονίκη μέναμε στην οδό Αλκινόου, μετά πήγαμε στη Φιλιππουπόλεως στον Άγιο Μελέτη και έπειτα στο Λόφο Σκουζέ. Υπάρχει αυτή η μονοκατοικία, πέρασα πρόσφατα και συγκινήθηκα πολύ. Ήθελα να χτυπήσω να μπω μέσα, γιατί έχω πολλές παιδικές αναμνήσεις. Μετά στην Κατοχή τα πράγματα ήταν δύσκολα, πουλήθηκαν τα πάντα για να επιβιώσουμε, ακόμη και οι δίσκοι του πατέρα. Η μάνα μου έλεγε να πουλήσουμε το σπίτι για να πάμε πίσω στη θεσσαλονίκη, αλλά ο πατέρας δεν ήθελε, το κράτησε αυτό το σπίτι».
Μετά τον πόλεμο συνεχίζει να έχει την ευθύνη του λαϊκού ρεπερτορίου στην Columbia και στη His Master's Voice, του προτείνουν να κάνει περιοδεία στην ομογένεια της Αμερικής, αλλά το ταξίδι ακυρώνεται μετά το θάνατο του γιου του, Νίκου, από φυματίωση. Ο ίδιος δεν θα συνέλθει ποτέ από το πλήγμα, ωστόσο συνεχίζει να επιμελείται ηχογραφήσεις στην εταιρεία επίσημα μέχρι τις 19 Μαρτίου 1949. Μετά την εκδήλωση της δικής του αρρώστιας στέλνει στο στούντιο το γιο του, Μιχάλη. Ο Δημήτρης Σέμσης-Σαλονικιός φεύγει στις 13 Ιανουαρίου 1950. Η κόρη του λέει ότι πεθαίνει από καρκίνο μέσα σε είκοσι ημέρες από τότε που διαγνώστηκε η αρρώστια του.

Περιστατικά
Ορισμένα περιστατικά που εικονογραφούν τον άνθρωπο Δημήτρη Σέμση, όπως τα αφηγείται σήμερα η κόρη του, Ελένη:
• Μερικές φορές με έπαιρνε στα κέντρα όπου έπαιζε, θυμάμαι στου Μπέλμπα στην Αγία Παρασκευή, κοντά στην εκκλησία. Είχε νοικιάσει ένα δωματιάκι εκεί για να πηγαίνει να ξεκουράζεται. Ήταν εξοχή η Αγία Παρασκευή. Δούλευε με τον Αντώνη Νταλγκά. Τότε γίνονταν και πολιτικοί καβγάδες στα κέντρα. Ο πατέρας έλεγε ότι υπήρχαν οι βενιζελικοί και οι βασιλικοί και ότι όποιος έδινε πρώτος χρήμα παίζανε τοτραγούδι,την παραγγελιά. Μετά πήγαινε στου Κατσίμπα, στην Κηφισιά με τον Νταλγκά και τον πιανίστα Πορτοκάλλη.
• Του στοίχισε πάρα πολύ που πέρασαν σε δεύτερη μοίρα τα βιολιά καιτα μικρασιάτικα τραγούδια. Αλλά και μετά έρχονταν στο σπίτι μουσικοί για να τους γράψει σε νότες τα τραγούδια, θυμάμαι τον Βασίλη Τσιτσάνη: έπαιζε στο μπουζούκι τραγούδια του, ο πατέρας άκουγε και τα περνούσε σε παρτιτούρες. Είχαμε καλή σχέση με τον Τσιτσάνη, ήταν πολύ κουβαρντάς, θυμάμαι ότι όταν παντρεύτηκε η αδελφή μου, το 1948, της έδωσε για δώρο δύο χρυσές λίρες.
•Έκανε μαθήματα βιολιού. Είχε πάντα δίπλα ένα ρολόι, μία ώρα, ούτε λεπτό παραπάνω, θέλανε και μουσικοί να μάθουν τα ταξίμια, γιατί έπαιζε υπέροχα ταξίμια.
Καμιά φορά γκρινιάζανε ότι δεν τους τα δείχνει όπως τα παίζει αυτός και ο πατέρας απαντούσε: «Τι θέλεις, να κόψω τα χέρια μου να σου τα δώσω;».
• Έρχονταν σπίτι πολλοί τραγουδιστές. Του πατέρα του άρεσαν περισσότερο από όλους ο Παπασιδέρης, ο Αραπάκης και ο Νταλγκάς. Από τις γυναίκες μάλλον προτιμούσε τη Ρόζα Εσκενάζυ, η μάνα μου τη ζήλευε. Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, μικρούλα, ερχόταν με τη μάνα της που πίεζε τον Σαλονικιό να τη βγάλει στο τραγούδι. Έχω την εντύπωση ότι δεν του άρεσε τότε του πατέρα. (Σ.σ.: από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο τραγούδι της Γεωργακοπούλου είναι Ο πασατεμπάς, 1938 του Δ. Σέμση σε στίχους Β. Ταμβάκη, που δεν είναι άλλος από τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη.)
• Επειδή ξέρανε το ρόλο του Σαλονικιού στη δισκογραφική εταιρεία, πολλοί ήθελαν να τους ακούσει μήπως και γίνει τίποτε με δίσκο. Ερχότανε, για παράδειγμα, κάποιος να ασπρίσει το σπίτι, το έριχνε στο τραγούδι για να τον ακούσει ο πατέρας. Εκείνος όμως δεν χάριζε, άμα δεν του άρεζε έλεγε: «Τι είναι αυτό παιδί μου;». Όταν άγνωστοι του κάνανε δώρα στη γιορτή του έλεγε: «Ωχ! Δεν θέλω πάλι δώρα, γιατί θα μου πουν να τους βάλω να τραγουδήσουν».
• Παρόλο που ήταν μεγάλος λαϊκός μουσικός, όταν άκουγε κλασικούς βιολιστές έλεγε: «Μωρέ, βγάλαμε κι εμείς ψωμί!». Καταλάβαινε την αξία τους. Λάτρευε τους κλασικούς εκτελεστές.

* Τουλάχιστον έξι γενιές βιολιστές της οικογένειας Σέμση: ο προπάππους, ο Μιχελιός Σέμσης, ο Δημήτρης Σέμσης-Σαλονικιός, ο γιος του, Μιχάλης, ο οποίος με τη Μαργαρίτα Χαρβαλλιά απέκτησαν δύο γιους, τον Δημήτρη (1959] και τον Στάμο (1964), επίσης βιολιστές. Τα παιδιά του Δημήτρη με τη βιολίστρια Ειρήνη Κούφη, η Μαργαρίτα και ο Μιχάλης, φαίνεται να είναι οι καινούργιοι συνεχιστές. Λέμε έξι γενιές, γιατί δεν ξέρουμε τα πριν τον προπάππου...
** Η μόνη μονογραφία για τον Δ. Σέμση-Σαλονικιό είναι ξενόγλωσση, γράφηκε από τη Δανή Lisbet Torp: «Salonikios. The best violin in the Balkans» (Πανεπιστήμιο Κοπεγχάγης- 1993).
*** Θερμά ευχαριστούμε την Ελένη Σέμση-Νικολαΐδου, τη Μαργαρίτα Χαρβαλλιά-Σέμση και τον Στάμο Σέμση για την πολύτιμη βοήθεια τους και το φωτογραφικό υλικό.




Κώστας Σκαρβέλης
(Ψευδώνυμο "Παστουρμάς")
Η Έρευνα για τη Ζωή και το Έργο του Κώστα Σκαρβέλη.

Ένα -σχεδόν- τυχαίο γεγονός ήρθε να λύσει ένα "αίνιγμα" που βασάνιζε τις τελευταίες δεκαετίες τους ερευνητές του ρεμπέτικου: Τι απέγινε ο μεγάλος κωνσταντινουπολίτης δημιουργός του ρεμπέτικου Κώστας Σκαρβέλης, ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της ελληνικής Columbia, που στη δεκαετία του '30 δέσποσε στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού, αφήνοντας 250 περίπου αριστουργηματικά τραγούδια στη δισκογραφία των 78 στροφών και διαμορφώνοντας, σαν διευθυντής-επιλογέας ρεπερτορίου, μαζί με τους συναδέλφους και συνεργάτες του Παναγιώτη Τούντα, Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) και Σπύρο Περιστέρη, το νεότερο ύφος στο νεότερο λαϊκό τραγούδι των πόλεων. Ακούσαμε για πρώτη φορά για τον Κώστα Σκαρβέλη το καλοκαίρι του 1964, όταν, μαζί με τον καλό φίλο και πρωτοπόρο στην έρευνα για το ρεμπέτικο Νέαρχο Γεωργιάδη, ρωτούσαμε και μαγνητοφωνούσαμε τις αφηγήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της αυτοβιογραφίας του, που δεν ευτυχήσαμε να την ολοκληρώσουμε εμείς, δηλ. "η ομάδα των φοιτητών" - όπως έλεγε κι ο Μ. Βαμβακάρης- της 10ετίας του '60, που ασχολήθηκε για πρώτη φορά -συλλογικά- με την έρευνα του ρεμπέτικου. Θυμάμαι ότι ο Βαμβακάρης μιλούσε με ενθουσιασμό και εξέφραζε τον θαυμασμό του για τους παλιούς συνεργάτες του Παν. Τούντα, Κώστα Σκαρβέλη, Σπύρο Περιστέρη που τον βοήθησαν σημαντικά να ανέλθει στην κορυφή του στερεώματος των δημιουργών του λαϊκού μας τραγουδιού. Από τότε πέρασαν πάνω από 30 χρόνια αναζητήσεων, για να συγκεντρωθούν στοιχεία για τον σπουδαίο αυτό δημιουργό. Ρωτήθηκαν όλοι όσοι από τους παλιούς συνεργάτες του ζούσαν, με ιδιαίτερη επιμονή στα θέματα της γεννήσεως και του θανάτου του, για την οικογενειακή του κατάσταση κλπ. Συγκεντρώθηκαν έτσι, αρκετά βιογραφικά, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να θυμηθεί και να μας πληροφορήσει για το πότε χάθηκε, πότε και πού πέθανε, ενώ φωτογραφία του δεν είχε εντοπιστεί ποτέ. Ακολούθησε αναζήτηση στα δημοτολόγια των δήμων όπου ήταν πιθανή η καταγραφή του μετά την άφιξη του στην Ελλάδα (το 1922 όπως νομίζαμε), χωρίς να βρεθεί πουθενά κάποιο στοιχείο που θα βοηθούσε την έρευνα. Ακόμη, τα στοιχεία για την αδελφή του -που όλοι βεβαίωναν ότι υπήρχε- βρίσκονταν μέσα στην ασάφεια, αφού κάποιες ανασφαλείς -ίσως και ψευδείς- πληροφορίες την έφεραν να ζει μέχρι τη 10ετία του '70, ενώ είχε πεθάνει το 1954. Πριν από λίγα χρόνια "αγγίξαμε" τη λύση, όταν πληροφορηθήκαμε τον τόπο όπου έμενε -στην Ιερεμίου Πατριάρχου- αλλά συγκυρία πληροφοριών τη μέρα εκείνη δεν βοήθησε την προσέγγιση της οικογενείας του, που όντως ζει εκεί από τα μέσα της 10ετίας του '20. Με τη σύγχυση και ανασφάλεια αυτή φτάσαμε στην τελευταία περίοδο, όταν πριν από λίγους μήνες, με την ευκαιρία της προετοιμασίας της έκδοσης των αφιερωμάτων II και III του έργου του Κ. Σκαρβέλη στη σειρά "Συνθέτες του Ρεμπέτικου" αναζητήσαμε τα στοιχεία ενός επίσης "περίεργου και άγνωστου" συνθέτη -αφού κανείς δεν ήξερε ποτέ τίποτε γι' αυτόν- του Ι. Καραμαούνα, που το όνομα του εμφανίζεται στη δισκογραφία των 78 στροφών σε 4 τραγούδια, που οι πίσω όψεις των δίσκων περιλαμβάνουν πάντοτε τραγούδια του Κ. Σκαρβέλη. Ευτυχώς για την έρευνα, στο τραγούδι "Μα Τι Να Κάνω Σ' Αγαπώ" (δίσκος Ρarlophone Β- 7400 του 1940) με τον Γιώργο Κάβουρα, στο όνομα του Ι. Καραμαούνα ήταν καταγραμμένο, στην παλιά καρτέλα της Α.Ε.Π.Ι., μέσα σε παρένθεση, το όνομα του Κώστα Σκαρβέλη. Επομένως, ή επρόκειτο για ψευδώνυμο του συνθέτη ή για όνομα που ανήκε στο άμεσο -φιλικό ή οικογενειακό- περιβάλλον του Κ. Σκαρβέλη. Ευτυχώς, με το πρώτο τηλεφώνημα, από τα τρία ονόματα Ι. Καραμαούνα στον τηλεφωνικό κατάλογο, πέσαμε πάνω στον Ιωάννη Καραμαούνα, εγγονό του αναφερόμενου στην ετικέτα των παλιών δίσκων και συζύγου της αδελφής του Κ. Σκαρβέλη, Μαγδαληνής. Το αίνιγμα είχε λυθεί. Όμως η θλίψη ήταν μεγάλη, όταν μετά την πρώτη μας συνάντηση με τα μέλη της οικογένειας, πληροφορηθήκαμε τον βάρβαρο θάνατο του συνθέτη από την πείνα στα χρόνια της Κατοχής.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΚΑΡΒΕΛΗΣ
Κωνσταντινούπολη 1880 - Αθήνα 8/4/1942


Συνθέτης, στιχουργός, οργανοπαίκτης, μαέστρος, τραγουδιστής. Φημισμένος δημιουργός από την Κωνσταντινούπολη, που μαζί με τους Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκά), Κώστα Καρίπη και Γρηγόρη Ασίκη αποτέλεσαν τη βασική τετράδα μουσικών που μετέφεραν στην Ελλάδα τον πλούτο της παράδοσης των αστικών τραγουδιών της Πόλης, που είχαν και την πιο μακρόχρονη ιστορία. Ο Κώστας Σκαρβέλης γεννήθηκε το 1880 στην Κωνσταντινούπολη από τον Παντελή Σκαρβέλη -ευκατάστατο αστό- και τη μήτερα του, που για άγνωστους λόγους ξαναπαντρεύτηκε και το 1883 γέννησε την ετεροθαλή αδελφή του Μαγδαληνή Χαλά. Μετά τον δεύτερο γάμο της μητέρας του, δεν πρέπει να πέρασε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, και παραμένουν άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους δεν πήγε καθόλου -ούτε αυτός ούτε η αδελφή του- σε ελληνικό σχολείο, με αποτέλεσμα να μη μάθουν ποτέ την ελληνική γραφή, παρ' όλο που μέσα στην οικογένεια έμαθαν να μιλούν εξαίρετα ελληνικά. Πιθανόν να υπήρχαν δυσκολίες -την περίοδο εκείνη- σε σχέση με τη συμπεριφορά της οθωμανικής εξουσίας, είτε ακόμη να μην υπήρχε δυνατότητα στην οικογένεια να αντιμετωπίσει τα ιδιαίτερα προβλήματα που δημιουργούσε η συμπεριφορά της μητέρας του. Με τη μουσική πρέπει να ασχολήθηκε από πολύ μικρός, διότι, σύμφωνα με τις αφηγήσεις της αδελφής του προς τα παιδιά και εγγόνια της, γύρω στα 17 του χρόνια ήδη έπαιζε πολύ καλά κιθάρα. Μάλιστα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν τον έκρυβαν στο σπίτι από τους Τούρκους για να μην παρουσιαστεί στον τουρκικό στρατό το 1897, τον άκουγαν να παίζει ατελείωτες ώρες στη μυστική του κρυψώνα. Για να αποφύγει οριστικά την κατάταξη του, φυγαδεύτηκε τα επόμενα χρόνια και με άλλους συγγενείς εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία δεν υπάρχουν στοιχεία για το πού ήταν και με τι ασχολήθηκε ο Κώστας Σκαρβέλης. Βέβαιο είναι ότι δεν επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ούτε σε άλλο μέρος της Τουρκίας. Στην Αθήνα πρέπει να εγκαταστάθηκε μεταξύ 1915 και 1920, επομένως δεν ανήκει στον χώρο των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Η κύρια εργασία του στην Αθήνα πριν το 1922 ήταν ειδικός τεχνίτης στην κατασκευή υποδημάτων πολυτελείας, μάλιστα εργάστηκε στα γνωστότερα εργαστήρια όπως αυτό του Σεβαστάκη. Η αδελφή του, που έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, παντρεύτηκε τον επίσης κωνσταντινουπολίτη επιχειρηματία Ιωάννη Καραμαούνα και έκανε μαζί του πέντε παιδιά, κατά σειρά την Ελπίδα, την Ανδρονίκη, την Άννα, τον Αλέξανδρο και την Καλλιόπη. Από τα παιδιά της αυτά προέκυψαν δεκατρία εγγόνια και πολλά δισέγγονα εκ των οποίων τα έντεκα βρίσκονται σήμερα στη ζωή. Δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί πότε ήρθε η αδελφή του με την οικογένεια της στην Ελλάδα, πάντως αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στη δεκαετία του '20, στο σπίτι της ανιψιάς του Καλλιόπης, που παντρεύτηκε τον Ιωάννη Παννάκη. Μαζί του ήταν και η αδελφή του Μαγδαληνή με τον άνδρα της Ιωάννη Καραμαούνα. Στο διώροφο αυτό σπίτι, που βρίσκεται στην οδό Ιερεμίου Πατριάρχου 48 (ή 50), έχει μετατραπεί σε τετραώροφο κτίριο, ζει σήμερα η ανιψιά του Καλλιόπη με τον άνδρα της και άλλα μέλη της οικογένειας της αδελφής του. Ο Κώστας Σκαρβέλης, με την εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Ελλάδα, ξαναβρίσκει γνωστά πρόσωπα από τον χώρο των μουσικών και -όπως φαίνεται από τη δισκογραφία και τις αφηγήσεις των συνεργατών του- άρχισε αμέσως την επαγγελματική του καριέρα ως μουσικός. Ανέβηκε στο πάλκο ως κιθαρίστας (έπαιζε και εννεάχορδή κιθάρα με διπλή ταστιέρα) από το 1923 και έπαιξε σε όλα τα γνωστά στέκια που δημιουργήθηκαν από τους μικρασιάτες μουσικούς στην Αθήνα του Μεσοπολέμου: Στον "Πουρούζη" στη Λ. Αλεξάνδρας (και μετά στην οδό Αθηνάς όπου μεταφέρθηκε), στου "Πικίνου" στο θησείο, στο "Αραράτ" στην Λ. Αλεξάνδρας, στο "Απταιό" στο Φάληρο κ.α. Μαζί του ήταν μεταξύ άλλων: ο Κώστας Τζοβένος, ο Μήτσος Αραπάκης, ο Κώστας Καρίπης, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Γιώργος Λαζαρίδης (ή Σπανός), ο Κώστας Ρούπανας, ο Στελλάκης Περπινιάδης κ.α. Με την έναρξη της μαζικής δισκογραφίας στην Ελλάδα (1924-25) παίρνει μέρος στις πρώτες ηχογραφήσεις, με όλες τις τότε γνωστές εταιρίες (Οdeon, His Master's Voice, Columbia Αγγλίας, Ρathe, Polydor, Parlophone), παίζοντας σε όλα τα είδη μουσικής (δημοτικά, ελαφρά και κυρίως ρεμπέτικα). Ήταν εξαίρετος τραγουδιστής στο πάλκο αλλά, όπως και ο Σμυρνιός Βαγγέλης Παπάζογλου, προτίμησε να μην "ανταγωνίζεται" τους συναδέλφους του τραγουδιστές και ελάχιστες φορές συμμετείχε σε ηχογραφήσεις με τη φωνή του (κυρίως έκανε δεύτερες φωνές σε γνωστούς τραγουδιστές τής πριν από το 1930 περιόδου). Τα πρώτα δικά του τραγούδια εμφανίζονται με τη γαλλική εταιρία Ρathe γύρω στο 1928-29, ενώ η φωνή του αποτυπώθηκε σε δίσκους της γερμανικής ΡοΙγdor. Από το 1930, με την ίδρυση και λειτουργία του εργοστασίου παραγωγής δίσκων στον Περισσό -από την αγγλική Grammophone- αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ελληνικής Columbia. Έτσι καταγράφεται στην ιστορία της δισκογραφίας ως ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της. Από τη θέση αυτή, γίνεται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες προεπιλογής των τραγουδιών που θα περνούσαν στη δισκογραφία και μαζί με τους Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα και Ιωάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) συνθέτουν την πεντάδα των μαέστρων -καλλιτεχνικών διευθυντών που διαμόρφωσαν το νεότερο μουσικό ύφος των τραγουδιών των πόλεων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Ο Κώστας Σκαρβέλης συνεργάστηκε στη δισκογραφία και το πάλκο με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τους υπόλοιπους της πειραιώτικης κομπανίας. Μάλιστα, από το 1935 έπαιξε και στο μαγαζί του ιδίου του Μάρκου -που είχε στήσει στο καφενείο των οδών Οφφωνίου (από 22/95 πλέον Μάρκου Βαμβακάρη) και Κρήνης στα Άσπρα Χώματα της Κοκκινιάς. Εκείνη τη χρονιά ήταν μαζί του και οι Μ. Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Στράτος Παγιουμτζής, Σοφία Καρίβαλη και για λίγο ο Ανέστος Δελιάς (Αρτέμης).
Ο Κώστας Σκαρβέλης έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, εκ των οποίων πάνω από 200 (μέχρι στιγμής) έχουν εντοπιστεί στη δισκογραφία των 78 στροφών. Τραγουδήθηκαν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές του μεσοπολέμου όπως ο Κώστας Νούρος, τη Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Τιλίτισσα), τη Ρίτα Αμπατζή (και την αδελφή της Σοφία Καρίβαλη), τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Στελλάκη Περπινιάδη, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Κώστα Τσανάκο, τον Αντώνη Νταλγκά, τον Γρηγόρη Ασίκη, τον Κώστα Ρούκουνα, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Απόστολο Χατζηχρήστο, τον Ευάγγελο Σωφρονίου, τον Ζαχαρία Κασιμάτη και άλλους. Όμως, τη "μερίδα του λέοντος" έδωσε στον μεγάλο τραγουδιστή Γιώργο Κάβουρα, ο οποίος για μια μεγάλη περίοδο (1935-41) ταύτισε τη φωνή του με τις εξαίρετες μελωδίες και στίχους του Κώστα Σκαρβέλη. Ξεπερνούν τα πενήντα τα τραγούδια που γραμμοφώνησε ο Γ. Κάβουρας.
Ο Κώστας Σκαρβέλης -αν και δεν μπορούσε να γράψει ελληνικά- διατήρησε όλα τα χρόνια της δεκαετίας του '30 τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Columbia. Το γεγονός αυτό του δημιούργησε πολλά προβλήματα και συχνά αναγκαζόταν να σταματά ακόμη και στον δρόμο -όταν σκεφτόταν κάποιους στίχους- και να ζητά τη βοήθεια των περαστικών. που του έγραφαν πρόχειρα σε κάποιο χαρτί ή πακέτο τσιγάρων τις λέξεις που ήθελε να χρησιμοποιήσει για το επόμενο τραγούδι του. Πληροφορίες που ανέφεραν ότι η αδελφή του έγραφε στίχους τραγουδιών του είναι τελείως λανθασμένη και ανυπόστατη. Αντίθετα ένα μικρό αριθμό τραγουδιών του (3 ή 4) έχει γράψει στο όνομα του γαμπρού του και φίλου του Ιωάννη Καραμαούνα -προφανώς για να εισπράττει κάποια ποσοστά από τα δικαιώματα απευθείας. Η έρευνα στη δισκογραφία -τον τελευταίο χρόνο- απέδειξε ότι ο Κώστας Σκαρβέλης έγραψε και αυτός ορισμένα (3 ή 4) ρεμπέτικα με περιεχόμενο γύρω από το χασίσι, ενώ ο κύριος όγκος των τραγουδιών του έχει ερωτική θεματολογία. Μάλιστα, μερικά θεωρούνται και ύμνοι τρυφερότητας προς το γυναικείο φύλο.
Ο Κώστας Σκαρβέλης, έχοντας ενσωματώσει ειδικές γνώσεις και εμπειρίες από τα τραγούδια της ιδιαίτερης του πατρίδας -της Κωνσταντινούπολης-πρέπει να θεωρηθεί ο κατεξοχήν συνθέτης, γνώστης όλων των ιδιαιτεροτήτων του χασάπικου. Σπάνια εμφανίζονται όλες οι ποικιλίες του παλιού βυζαντινού αυτού χορού σε άλλους συνθέτες.
Ο Κώστας Σκαρβέλης, αν και πέρασε τραγούδια του στη δισκογραφία ακόμη και το 1941 με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα έπεσε σε μελαγχολία, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι Μικρασιάτες.
Αυτός ο εξαίρετος γλεντζές, χιουμορίστας, καλός θείος και παππούς, καλοφαγάς (απ' όπου και το ψευδώνυμο "παστουρμάς") και ευγενής δημιουργός, πέρασε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ιδιαίτερα σκληρά. Αναγκάστηκε, για να μαζέψει λίγα χρήματα για την οικογένεια της αδελφής του, να επανέλθει στο παλιό επάγγελμα του επισκευαστή παπουτσιών. Έτσι, στην ύστατη του αυτή προσπάθεια δεν είχε πολλά περιθώρια αντοχής. Το πρωί της 8ης Απριλίου του 1942 στο εργαστήρι του που ήταν στο καμαράκι της ταράτσας της διώροφης οικίας της Ιερεμίου Πατριάρχου άφησε την τελευταία του πνοή. Το πιστοποιητικό θανάτου αναφέρει "θάνατος εξ οιδήματος εξ υποσιτισμού".
Η φασιστική λαίλαπα που θέρισε 50 (πενήντα) εκατομμύρια απλών ανθρώπων στον πλανήτη, έστειλε και στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες ευγενείς Έλληνες στον άλλο κόσμο, από τον χειρότερο θάνατο: την πείνα. Δεκάδες από τους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού (υπενθυμίζουμε μόνο σαν μνημόσυνο στον Κώστα Σκαρβέλη μερικούς) πέθαναν στα χρόνια της Κατοχής από βίαιο θάνατο: Ευάγγελος Παπάζογλου, Παναγιώτης Τούντας, Ανέστης Δελιάς, Γιώργος Κάβουρας, Γιάννης Εϊτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς), Σωτήρης Γαβαλάς, Θεόδωρος Μαυρογένης (το Θοδωράκι της Σμύρνης), Νίκος Χατζηαποστόλου, Κλέων Τριαντάφυλλου (Αττίκ), Στάθης Μάστορας (ο συνθέτης της "Ριρίκας") εκτελέστηκε από τα φασιστικά κτήνη στο Βιάννο της Κρήτης όπου υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ (1917-1987)

Στις 18 Ιανουαρίου, το 1915, στα Τρίκαλα, μια πόλη της Θεσσαλίας, γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Βασίλης ήταν καλός στα γράμματα αλλά και στη μουσική. Το βιολί τον βοηθάει να βγάζει κανα χαρτζιλίκι, ενώ ταυτόχρονα "σκαλίζει" τη μεγάλη του αγάπη, το απαγορευμένο μέχρι πριν λίγο καιρό μπουζούκι του πατέρα του. Αρχισε να παίρνει μαθήματα βιολιού ενώ τα σχέδια της μητέρας του Βικτωρίας ήταν να γίνει ένας μεγάλος δικηγόρος. Το 1937 κατεβαίνει στην Αθήνα για να γίνει δικηγόρος. Το μπουζούκι το έχει μάθει καλά και αρχικά παίζει σε ταβερνάκια, ενώ το φθινόπωρο γράφεται στη Νομική σχολή. Αρχίζει επίσης να εργάζεται στο κέντρο "Μπιζέλια". Η πρώτη ηχογράφηση έγινε όταν ήταν ακόμη 22 ετών: "σ΄ενα τεκέ μπουκάρανε" και έγινε στην ΟDEON ενώ λίγο αργότερα ηχογραφεί και το: "Να γιατί γυρνώ μεσ΄στην Αθήνα". Το Μάρτη του '38, παρουσιάζεται στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Στο στρατό γράφει πολλά τραγούδια, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να καθιερώνεται επαγγελματικά. Οι πύλες των εταιριών ανοίγουν διάπλατα, αλλά έπρεπε να κατεβαίνει στην Αθήνα για να ηχογραφεί αφού οι εταιρίες είχαν στην πρωτεύουσα την έδρα τους. Αναγκαζόταν να παίρνει άδειες και επειδή δεν γύριζε έγκαιρα στο στρατόπεδο βρισκόταν συχνά στο πειθαρχείο. Μια χειμωνιάτικη βραδυά, στο πειθαρχείο όπου βρισκόταν, έγραψε την περίφημη "Αρχόντισσα", που τραγουδά για μία εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, πραγματική αρχόντισσα στην ομορφιά. τη Θεσσαλονίκη γνωρίζει και τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία μόλις απολύεται από το στρατό, αραββωνιάζεται. Ο Τσιτσάνης πηγαίνει στον πόλεμο ενώ στέλνει τη Ζωή να μείνει στα Τρίκαλα με την μητέρα του. Από τον πόλεμο γυρίζει τραυματισμένος, παίρνει τη γυναίκα του και πηγαίνουν στη Θεσσαλονίκη, όπου παντρεύονται. Το '46 κατεβαίνει και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Δουλεύει στου "Τζίμη του Χοντρού", στην οδό Αχαρνών και την περίοδο αυτή γνωρίζεται με την Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Νίνου. Η εποχή της Ινδικής εισβολής στην Ελληνική μουσική βρίσκει τον Τσιτσάνη και το Γιάννη Παπαιωάννου μαζί, φίλοι και κουμπάροι, να αντιστέκονται στη λαίλαπα. Είχαν ξεκινήσει να τραγουδούν μαζί το 1969, όταν ο Τσιτσάνης γύρισε από την Αμερική. Αυτό το ανεπανάληπτο δίδυμο, σταμάτησε να τραγουδά τον Αύγουστο του 1972 με τον αναπάντεχο θάνατο του Μπάρμπα Γιάννη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, καθώς γύριζε στο σπίτι του από το κέντρο "Πανόραμα" στις Τζιτζιφιές. Ο Τσιτσάνης δέχτηκε μεγάλο πλήγμα.... Τελευταίος σταθμός ήταν το "Χάραμα" στην Καισαριανή..........το μαγαζί του Τσιτσάνη. Έτσι το έλεγαν όλοι εκείνοι που αγάπησαν τον Βασίλη. Το 1983 η υγεία του κλονίζεται. Τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου, το πάλκο ήταν άδειο. Χωρίς το μεγάλο δημιουργό, όλα έλειπαν. Ας ήταν η μουσική η ίδια. Η ερμηνεία χάθηκε. Στις 18 Γενάρη του 1984 ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή.

.....Για να γράψεις τέτοια μουσική πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις. Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Οι δίσκοι μπήκαν στη βιομηχανία. Κάποτε για να γραμμοφωνήσουμε ένα τραγούδι κάναμε ένα μήνα. Σήμερα γράφουν δέκα σε μία μέρα. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Γράφουν ένα τραγούδάκι στο πόδι, γίνεται σουξέ και την άλλη μέρα γεμίζουν οι τσέπες τους λεφτά. Πάνε σε κέντρα και παίρνουν μεροκάματο που δεν παίρναμε εμείς σ΄ένα μήνα. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα με κέρδος, αν θέλει να δημιουργήσει........



ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΑΚΗΣ (1911-1992)

Γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου του 1911, ημέρα Κυριακή, ώρα τρεις το απόγευμα, όπως του άρεσε να διευκρινίζει. Ρεθυμνιώτης γέννημα - θρέμμα. Στέλιος Φουσταλιεράκης του Στυλιανού και της Κυριακούλας. Του δώσανε, το όνομα του πατέρα του που σκοτώθηκε σε ατύχημα όταν η μάνα του ήταν πέντε μηνών έγκυος. Δεκαεννιά χρονών ήταν, σαν χάθηκε κι η μάνα του δεκάξι, έξι μηνών νιόνυφη. Έτσι ο Στέλιος μπήκε στην περιπέτεια της ζωής πριν ακόμη γεννηθεί! Πηγαίνοντας στο νυχτερινό σχολείο, ως την τρίτη δημοτικού στα 11 χρόνια του αρχίζει να μυείται στην τέχνη του ρολογά - το δεύτερο μεγάλο πάθος του, μετά το μπουλγάρι. Δύο χρόνια αργότερα, παραμονή πρωτοχρονιάς, ο μικρός Στέλιος παίρνει την πρώτη του πληρωμή, ένα ολόκληρο κατοστάρικο. Και ξέρει ήδη από τα πριν που θα το διαθέσει!....
Με την μεσολάβηση του πατριού του και 75 δραχμές αποκτά το πρώτο του μπουλγάρι. Το μπουλγάρι ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία πάνω του. Και δεν ήταν μόνο επειδή ο αδελφός της μητέρας του - ο Γιώργος Κανελλάκης - έπαιζε αυτό το όργανο. «Την εποχή αυτή το Ρέθυμνο ήταν γεμάτο από μπουλγάρια. Κάθε ταβέρνα είχε κι από ένα. Εκεί πήρα τα πρώτα μου ακούσματα. Έβλεπα τους άλλους που παίζανε και - στο λόγο της αντρικής μου τιμής - έκλαιγα!...». Τότε «βοηθοί» (όργανα συνοδείας) της λύρας ήταν κυρίως το μπουλγάρι και το μαντολίνο. Το λαούτο ο Φουσταλιέρης το θυμάται στην εποχή του Ρεθύμνου μετά το 1930, με το Σταύρο Ψυλλάκη - Ψύλλο από την Επισκοπή. Έτσι το Αντώνης Καρεκλάς ονομαστός ήδη λυράρης της εποχής του, είχε για συνοδούς στο μπουλγάρι τον Γιώργη Αγιούτη ή τον Βλαδίμηρο. Σ' αυτούς ήρθε να προστεθεί, αρχάριος ακόμη, ο Φουσταλιέρης που ήταν ανιψιός του ( ο Καρεκλάς είχε παντρευτεί την αδελφή της μητέρας του). "Όσο μεγάλωνα τόσο έμπαινα στον νταλκά του οργάνου", θυμάται. Δύο χρόνια αργότερα, έχοντας μάθει πολλά κοντά στον Καρεκλά, αρχίζει να πηγαίνει μαζί του σε γάμους και σε γλέντια και να τον συνοδεύει ως "πασαδόρος."
"Στα χωριά ζητούσαν τότε χωραϊτικα όργανα, από το Ρέθυμνο δηλαδή. Όμως οι γάμοι ήταν σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλα μετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5 - 6 νύκτες. Στα Σφακιά έφτανε και τις 15!... Εγώ ήμουνα χλωμός από τα ξενύχτια, τα δάχτυλα μου πρήζονταν και τα νύχια μου σκιζόταν. Έπαιζα και μ' έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο όργανο. Ο Καρεκλάς τότε - που είχε την μεγαλύτερη αντοχή απ' όλους μας - μου έπαιζε μια με το πόδι του, ξυπνούσα και συνέχιζα... Κι από λεφτά λίγα πράγματα. Ο κόσμος τότε ήταν φτωχός. Με τη βία βγάζαμε σε κάθε γάμο τρία ως οχτώ κατοστάρικα, όλοι μαζί. Ήταν σαν χαρτζιλίκι. Που τα λεφτά που παίρνουν οι σημερινοί! Και μετά περιμέναμε κανένα κάρο για να μας γυρίσει το στο Ρέθυμνο!...».
Έτσι με τα πρώτα ακούσματα από τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και τη συνεργασία του με τον Καρεκλά ο Φουσταλιέρης αρχίζει σιγά - σιγά να παίζει απ' όλα: συρτό, πεντοζάλια, πηδηχτά, καστρινά, ταξίμια, καθιστικά, "αχόρευτα, της ταβέρνας, της παρέας" ακόμα και ρεμπέτικα. Αν και κρατούσε πάντα την τέχνη του ρολογά και δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας οργανοπαίκτης, ο δεξιοτεχνίτης που είχε ξυπνήσει μέσα του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί "κρατώντας μόνο το μπάσο του λυρατζή". Ο Καρεκλάς που εκτιμούσε το ταλέντο του το καταλάβαινε αυτό και συχνά "αλάφρωνε το δοξάρι και άνοιγε δρόμο για να περνάω εγώ μπροστά. Σιγά - σιγά πήρα δρόμο, πετάχτηκα, έφυγα, απομακρύνθηκα από τη λύρα κι έκανα δικιά μου κυβέρνηση, δικό μου συγκρότημα!...". Ο Φουσταλιέρης δημιουργεί λοιπόν τη δική του «σχολή» στο χώρο της Κρητικής μουσικής, αναδεικνύοντας το μπουλγάρι σε όργανο μελωδικό και σολιστικό, με αποκορύφωμα στην είσοδο και καθιέρωση του στο χώρο της δισκογραφίας των 78 στροφών.
Εκτός από τον Καρεκλά συνεργάστηκε και με άλλους λυράρηδες, τον Σοφοκλή Παπατζανή, τον Γιώργο Πατεράκη (από τον Πρινέ), και τον Γιάννη Γελούντα. Στη δισκογραφία χρησιμοποίησε επίσης τον Κώστα Καρύπη, το Στέλιο Χρυσίνη, και τον Βαγγέλη Φραγκιαδάκη (που κρατούσαν το μπάσο με την κιθάρα) και τον Νταβά με τη μαντόλα για σεκόντο. Παράλληλα στις Ρεθεμνιώτικες συντροφιές έπαιζε συχνά με μικρασιάτες μουσικούς που είχαν έρθει εδώ μετά την καταστροφή. Αναφέρεται λοιπόν μια κομπανία που την αποτελούσαν ο Καρεκλάς (λύρα), ο Φουσταλιέρης (μπουλγάρι), ο Γιάννης ο Αρμένης (ούτι), κι ο Μιχαλάκης Αραμπατζόγλου (σαντούρι). Δυστυχώς, δεν διασώθηκαν ηχογραφήσεις τους. Από τους τραγουδιστές η πιο γόνιμη συνεργασία του υπήρξε με τον Ρεθυμνιώτη Γιάννη Μπερνιδάκη (1910 - 1972), τον "Μπαξεβάνη", όπως έμεινε γνωστός εξαιτίας του τραγουδιού του που το παρομοίασαν με περιβόλι. Σχεδόν συνομήλικος με το Φουσταλιέρη, ο Μπαξεβάνης τραγούδησε στη δισκογραφία τα περισσότερα από τα τραγούδια που διεκδικεί την πατρότητά τους ο Φουσταλιέρης και που έγιναν επιτυχίες: "Όσο βαρούν τα σίδερα" και το "Μερακλίδικο πουλί" (1937), "Τα βάσανα μου χαίρομαι" (1938), "Πονεμένη καρδιά" (1940) κ.α. Με τον Φουσταλιέρη συνεργάστηκε επίσης και η αδελφή του Μπαξεβάνη, η Λαυρεντία Μπερνιδάκη, η πρώτη γυναίκα που τραγούδησε στη δισκογραφία της Κρητικής μουσικής ("Συρτός πρώτος" και "Κοντυλιές Μυλοποταμίτικες"), με φωνητικά προσόντα εφάμιλλα του αδελφού της. Επίσης συνόδεψε με το μπουλγάρι του σε δικές του συνθέσεις το Γιώργο Τζιμάκη ("Σαν δεις αγάπης δάκρυα", "Στ' αραχνιασμένο μνήμα μου", - μετά τον πόλεμο) καθώς και τον Θεοχάρη Ζωγράφο ("Κρητικοπούλα") ενώ σε ορισμένες ηχογραφήσεις δεύτερη φωνή στον Μπαξεβάνη έκανε ο Στελλάκης Περπινιάδης. Στο στούντιο της Ριζούπολης με ηχολήπτη τον Αρεταίο και υπεύθυνο για το ρεπερτόριο τον Παναγιώτη Τούντα, ο Φουσταλιέρης "χτύπησε" συνολικά είκοσι τέσσερις δίσκους. Πρωτόγονες οι συνθήκες της ηχογράφησης (σε ισπανικό κερί) αλλά και επικίνδυνοι οι καιροί με τη λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας, που απειλούσε στίχους και μουσική με την κόκκινη σφραγίδα του "Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού". Ιδιαίτερα σημαντικό για την διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητάς του Φουσταλιέρη υπήρξε το διάστημα της παραμονής του στον Πειραιά (1933 - 1937). Εδώ η παραδοσιακή Κρητική μουσική συναντά το ρεύμα του ρεμπέτικου, καθώς ο Στέλιος συναντιέται μ' όλα τα μεγάλα ονόματα: Γιώργος Μπάτης, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Στράτος Παγιουμτζής, Κερομύτης Μπαγιαντέρας. Παλιός γνώριμος με τον Μπατή (από τον καιρό που αυτός είχε πάει στο Ρέθυμνο, ως...βοηθός πλανόδιου οδοντίατρου!), συχνάζει στην "παράγκα" του στην πλατεία Καραϊσκάκη. Εδώ ήταν κρεμασμένα στην σειρά τα μπουζούκια, έχοντας το καθένα το όνομά του, η Μαριγούλη, η Κούλα, η Γυφτοπούλα, η τσιγγάνα, ο γέρο - μάγκας ( ο τζούρας) κλπ. Ανάμεσα σ' αυτά και το μπουλγάρι που παίζει το "Στελλάκι από την Κρήτη" κι ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη "διπλοπενιά" και την "τριπλοπενιά" του.
Ίσως η τελευταία φωτογραφία του Στ.Φουσταλιέρη, παρέα με το Ψαραντώνη Από το 1937 έως το 1992 που πέθανε, ο Στέλιος Φουσταλιεράκης ζούσε στο Ρέθυμνο συνδυάζοντας πάντοτε τις δύο μεγάλες του αγάπες του: την τέχνη του ρολογά και το μπουλγάρι : "Γιατί και οι δύο αυτές τέχνες έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, είναι λεπτή δουλειά. Όπως παλιά κάναμε τα εξαρτήματα των ρολογιών στο χέρι και δουλεύαμε με το φακό, έτσι και στη μουσική χρειάζεται σημασία στη λεπτομέρεια, στην πενιά. Χρειάζεται αξιοπρέπεια τόσο πίσω από τον πάγκο όσο και όταν παίζω όργανο". Ο Φουσταλιέρης με την ίδια αξιοπρέπεια και το ίδιο αμείωτο μεράκι παρέμεινε ως το θάνατό του, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σ' ολόκληρη την Ελλάδα, ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης του Ελληνικού ταμπουρά.
Γιατί , δυστυχώς, στις μέρες μας η μακραίωνη αυτή παράδοση κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Το λαγούτα και το μπουζούκι εκτόπισαν το μπουλγάρι, όπως τα ηλεκτρονικά ρολόγια τους παλαιότερους τύπους ρολογιών. Η ζωή συνεχίζεται σε μια Ελλάδα, όπου ολοένα αυξάνονται οι δυτικές και αστικές επιδράσεις, σπρώχνοντας στο περιθώριο πολλά στοιχεία της παλαιάς παράδοσης. Όμως τουλάχιστον απ' αυλάκια των παλιών αυτών δίσκων, έχουν διασωθεί τα δείγματα της τέχνης του Φουσταλιέρη. Μιας τέχνης που γεφυρώνει την δημοτική με την αστική μουσική της Κρήτης κι ενώνει - μ' ένα τρόπο τρίγωνο - την Κρητική με την μικρασιατική και τη ρεμπέτικη. Μιας τέχνης που αν και είναι προσωπική (αποτέλεσμα του ταλέντου και της προσωπικότητας ενός επώνυμου δημιουργού) εντάσσεται και λειτουργεί αποτελεσματικά μέσα στο σύνολο, επειδή ακριβώς πατάει γερά στην κοινή μουσική κληρονομιά και τα κοινά βιώματα του Κρητικού λαού.
Γι' αυτό η μουσική του Φουσταλιέρη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της Κρητικής μουσικής...



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΡΜΑΝΤΑΣ: (1918-2008)

Ένας από τους τελευταίους συνθέτες της μεταπολεμικής γενιάς του ρεμπέτικου ο Απόστολος Χαρμαντάς, γνωστότερος σαν Τόλης Χάρμας, έφυγε από κοντά μας την πέμπτη 22 Μαΐου 2008 σε ηλικία 90 ετών. Ιδιαίτερο μουσικό ταλέντο, δημιούργησε μέχρι το τέλος της ζωής του πλέον των 120 συνθέσεων, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν επιτυχίες και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Ως στιχουργός έγραψε τους στίχους στα περισσότερα από αυτά και σε κάποιες περιπτώσεις έντυσε με τους στίχους του και τραγούδια άλλων συνθετών. Ο ίδιος μαζί με την σύζυγο του Λίτσα αποτέλεσαν το θρυλικό «Ντούο Χάρμα», ερμηνεύοντας σε πρώτη εκτέλεση τραγούδια μεγάλων συνθετών. Ο Τόλης Χάρμας συνέχισε να γράφει και να τραγουδά σε μικρά μαγαζιά μέχρι το τέλος της ζωής του.
Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1918 στο Λεωνίδιο Κυνουρίας και ήταν το μικρότερο από τα οκτώ παιδιά του Παναγιώτη Χαρμαντά και της Ιωάννας Παπουτσή.
Ο Απόστολος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στο Λεωνίδιο και τελείωσε το γυμνάσιο σαν ένας από τους καλύτερους μαθητές της τάξης του. Εμφανώς επηρεασμένος από τον πατέρα του που έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε, αλλά και από τις μουσικές της εποχής που άκουγε στα πανηγύρια και στα γραμμόφωνα, άρχισε γύρω στο 1930 να ασχολείται με την μουσική, με αφορμή ένα μαντολίνο που βρέθηκε στο σπίτι παίζοντας αρχικά οπερέτες.
Οι δύσκολες όμως οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής οδήγησαν τον νεαρό Απόστολο το 1935 στην αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στην πρωτεύουσα.

Ο ίδιος αφηγείται σε συνέντευξή του στον Πάνο Γεραμάνη:
- Μόλις τελείωσα το γυμνάσιο, με προτροπή των δικών μου έφυγα για τον Πειραιά όπου έμεινα στο σπίτι ενός εύπορου θείου μου. Στην αρχή περνούσα καλά, αλλά μετά από λίγους μήνες άρχισα να νοιώθω ανασφάλεια. Ήθελα να αποκτήσω την ανεξαρτησία μου και άρχισα να ψάχνω για δουλειά. Έκανα πολλές δουλειές του ποδαριού τότε. Σερβιτόρος, λούστρος, μέχρι και επισκευαστής καζανιών στα βαπόρια έκανα για να ζήσω. Δύσκολες συνθήκες αλλά δεν το έβαζα κάτω. Η αλλαγή στην ζωή μου έγινε γύρω στα 1938 όταν γνώρισα τον Γιώργο Μουζάκη. Γίναμε φίλοι και αυτός ήταν που με βοήθησε να στραφώ στην μουσική. Μετακόμισα στο Μεταξουργείο και με κάτι οικονομίες που είχα αγόρασα μια κιθάρα. ’ρχισα σιγά-σιγά να μαθαίνω τα τραγούδια της εποχής και παρέα με τον Μουζάκη και κάτι φίλους, άρχισα τις πρώτες μου δημόσιες εμφανίσεις. Το 1939 πήγα στρατιώτης. Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκα να πολεμώ στην Αλβανία, από όπου επέστρεψα το 1941 και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα. Στην γειτονιά μου έμενε ο στιχουργός Κώστας Μάνεσης και έτυχε να γνωριστούμε. Μέσω αυτού συνάντησα και γνώρισα πολλούς δημιουργούς του ρεμπέτικου, τον Γ. Κλουβάτο, Α. Χατζηχρήστο, Γ. Μητσάκη, Μάρκο Βαμβακάρη, Σ. Σπιτάμπελο, Φ. Μιχαλόπουλο και άλλους. Από αυτούς άρχισα σιγά-σιγά να ακούω τα ρεμπέτικα. Μετά τα Δεκεμβριανά του 1944 υπηρέτησα στην εθνοφρουρά στην Θήβα. Λίγο πριν απολυθώ γνώρισα την Γαρυφαλλιά Ζέρβα και λίγο αργότερα παντρευτήκαμε. Μας πάντρεψε η σπουδαία τραγουδίστρια της εποχής Κούλα Νικολαΐδου. Με την Γαρυφαλλιά (Λίτσα) αποτελέσαμε αργότερα το πρώτο λαϊκό ντουέτο της εποχής, το «Ντούο Χάρμα». Δεν υπήρχαν ακόμη λαϊκά ντουέτα. Το «Τρίο Κιτάρα» βγήκε μετά από μας. Τότε ήμουν ακόμη του ελαφρού ρεπερτορίου. ’λλωστε, τα πρώτα μου ακούσματα ήταν οπερέτες. Τραγουδούσα τότε πολύ τα τραγούδια του Χρ. Χαιρόπουλου καθώς και άλλων πολλών συνθετών του ελαφρού. Στο λαϊκό τραγούδι μπήκαμε με μεγάλο ενθουσιασμό γιατί θεώρησα ότι είχε περιεχόμενο και μέλλον. Είχε ποιότητα το λαϊκό τότε, δεν ήταν όπως τα σημερινά.
Από το 1947 ο Τ. Χάρμας ξεκινάει μια μεγάλη πορεία εμφανιζόμενος αρχικά σε στο «Χρυσό Βαρέλι» της οδού Αγ. Μελετίου και στην συνέχεια στο «Αλκαζάρ», στον σταθμό Λαρίσης σε μουσικές παραστάσεις «βσ.ριετέ». Εκείνη την περίοδο γράφει και τα πρώτα του τραγούδια. Η κορύφωση της επιτυχίας έρχεται ακριβώς μετά, στο θέατρο «Σαμαρτζή».
- Στο θέατρο «Σαμαρτζή» δουλέψαμε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Τραγουδούσαμε λαϊκά αλλά και δικά μας τραγούδια για τις ανάγκες τις παράστασης. Παίζαμε στην «Γαλανόλευκη» του Τραϊφόρου μαζί με τον Φωτόπουλο την Βασιλειάδου την Ρένα Ντόρ και άλλους μεγάλους ηθοποιούς. Λίγο αργότερα δεχτήκαμε μια πολύ καλή οικονομική πρόταση και πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη σε ένα αριστοκρατικό κέντρο που λεγόταν «Σεμίραμις». Από μεροκάματο 60 δραχμών στο θέατρο βρεθήκαμε να παίρνουμε πάνω από 2000 δρχ. τότε. Πριν από μας στο κέντρο αυτό τραγουδούσε ο Ν. Γούναρης. Εμείς αναλάβαμε κυρίως το λαϊκό πρόγραμμα. Εκεί μείναμε πάνω από τρία χρόνια και κάναμε τεράστιο σουξέ.
Η μεγάλη επιτυχία του ζεύγους δεν άργησε να τους οδηγήσει και στον κινηματογράφο.
- Πράγματι πρώτο-εμφανιστήκαμε στην ταινία « Έλα στον θείο» το 1950 όπου λέγαμε με την Λίτσα το τραγούδι «Ώιντε Μπρε». Λίγα χρόνια αργότερα παίξαμε σαν ηθοποιοί στην κορυφαία ταινία του Αλ. Σακελλάριου «Λατέρνα Φτώχια και Φιλότιμο» το 1955. Είχα τον ρόλο ενός μάγκα μερακλή που του άρεσε να τα πίνει και να χορεύει ζεϊμπέκικο. Η Λίτσα έπαιζε κι αυτή στην ταινία και είχε τον ρόλο της σκληρής συζύγου που δεν σήκωνε πολλά-πολλά. Περάσαμε 15 αξέχαστες μέρες στα γυρίσματα. Ο Σακελλάριος ήξερε καλά τον κινηματογράφο και έκανε σπουδαίες ταινίες.
Ο Τ. Χάρμας δεν θέλησε ποτέ να μιλήσει για το επίμαχο θέμα της πατρότητας των τραγουδιών της ταινίας θρύλος «Λατέρνα Φτώχια και Φιλότιμο». Πάντα σεμνός και αξιοπρεπής αρκέστηκε στο εξής:
- Ήμουν πάντα άνθρωπος που βαίνει στον κανόνα και δεν παραστρατεί εύκολα. Αυτό που γράφει αυτό είναι.
Η ερμηνευτική δεινότητα του ζεύγους Χάρμα έκανε πολλούς λαϊκούς συνθέτες της εποχής να τους εμπιστευθούν τα τραγούδια τους.
- Τραγουδήσαμε τραγούδια πολλών μεγάλων συνθετών. Του Τσιτσάνη, του Μητσάκη, του Μπακάλη, του Χιώτη. Ο Χιώτης, ήταν από το Λεωνίδιο και ήταν δεύτερος ξάδερφος μου αλλά νομίζω ότι γεννήθηκε στην Θεσ/κη. Ο πατέρας του είχε ένα μαγαζί στο Λεωνίδιο και τον θυμάμαι εκεί πιτσιρικά (εγώ ήμουν δυο χρόνια μεγαλύτερος), με κοντά παντελονάκια να γρατζουνάει με το μπουζουκάκι του. Του Χιώτη του τραγουδήσαμε «Το τρελό κορίτσι» με μεγάλη επιτυχία. Πολύ μεγάλο ταλέντο ο Μανώλης κι έφυγε τόσο νέος... Πιο πολύ συνεργάστηκα με τον Απόστολο Καλδάρα. Του «Καλδαράκου μου» του είπα πολλά τραγούδια. «Ο εργάτης», «η Ξενιτιά», «Μπαρμπαριά» κ.ά... Ήμασταν πολύ φίλοι με τον Απόστολο. Σπάνια περίπτωση μορφωμένου καλλιτέχνη για εκείνα τα χρόνια. Ήταν ακέραιος άνθρωπος και θα τον θυμάμαι πάντα με πολλή συγκίνηση.
Ο Τ. Χάρμας αφηγείται για την συνάντηση του με την Μαρινέλλα:
- Το 1952 συνεργάστηκα αποκλειστικά με την εταιρεία Odeon και εκείνη την εποχή έγραψα μεγάλες επιτυχίες όπως «Οι Παπατζήδες» «Το καντήλι», «Το σφάλμα» κ.ά. Το καλοκαίρι του 1956 δούλεψα στην Θεσσαλονίκη στο οικογενειακό κέντρο, «Πανόραμα» μόνος μου. Η Λίτσα δεν τραγουδούσε πια γιατί στο μεταξύ είχαμε αποκτήσει δυο παιδιά. Τον Αριστείδη και την Νανά. Το μαγαζί είχε μια ορχήστρα 5-6 ατόμων από την Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος Ρέγκος στο βιολί, κάποιος Παναγιωτάκης πιάνο και αν θυμάμαι καλά ο ντραμίστας λεγόταν Γκρέγκορυ. Στην αρχή δεν είχαμε μπουζούκι, αλλά αργότερα βάλαμε τον νεαρό τότε Στέλιο Ζαφειρίου. Από τραγουδίστριες ήτανε η Λάγια Κρίς (από το τρίο Κρίς) και Ζωζώ Κυριαζοπούλου. Πηγαίναμε πολύ καλά όταν ξαφνικά για κάποιο λόγο φύγανε και οι δύο και ξεμείναμε από γυναικείες φωνές. Για καλή μου τύχη στο θέατρο Χατζώκου της Θεσσαλονίκης τραγουδούσε μια πολύ καλή τραγουδίστρια, η Ιωάννα ’λβα και μαζί της εκεί δούλευε ως ηθοποιός στα πρώτα της βήματα η Κυριακή Παπαδοπούλου. Ένα βράδυ που έτυχε να είμαι στην παράσταση, η ’λβα ήτανε άρρωστη και βάλανε την μικρή Κυριακή να τραγουδήσει. Είπε δύο-τρία τραγούδια, ίσα-ίσα για να σωθεί η παράσταση και τα πήγε υπέροχα. Εγώ εντυπωσιάστηκα από την φωνή της και την άλλη μέρα πήγα και την βρήκα. Της έκανα πρόταση να δουλέψει μαζί μας. Αυτή δέχτηκε και την πήρα μαζί μου. Της έδωσα το όνομα Μαρινέλλα, από ένα τραγούδι που είχα γράψει εκείνη την εποχή. Οι στίχοι μιλούσαν για την ιστορία μιας μικρής και όμορφης τσιγγάνας. Είναι καρσιλαμάς, έχει εισαγωγή με κλαρίνο και τραγουδώ εγώ. Όταν βγήκε σε δίσκο το 1957 έγινε τεράστια επιτυχία. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η Μαρινέλλα, και σιγά-σιγά άρχισε να κάνει μεγάλο σουξέ στο πάλκο και τα πηγαίναμε φίνα. Μέχρι που έγινε η μεγάλη συνάντηση με τον Καζαντζίδη. Ο έρωτας ανάμεσα τους υπήρξε κεραυνοβόλος και σε λίγο καιρό τα παράτησε όλα και κατέβηκε στην Αθήνα μαζί με τον Στέλιο. Πριν φύγει προσπάθησα να την συμβουλεύσω να συνεχίσει την καριέρα της στο στυλ που ξεκίνησε, αλλά δεν με άκουσε. Παρόλο που για δέκα χρόνια έμεινε στην σκιά του Καζαντζίδη, οι δυο τους αποτέλεσαν το μεγαλύτερο λαϊκό ντουέτο όλων των εποχών. Όταν αργότερα χώρισε και άρχισε την δεύτερη της καριέρα μόνη της, φάνηκε καθαρά ότι ήταν γεννημένη για άλλα πράγματα. Δεν ήταν για το λαϊκό η «Κίτσα». Μερικά χρόνια αργότερα που συναντηθήκαμε μου ομολόγησε ότι είχα δίκιο.
Ο Τόλης Χάρμας είχε πολλές προτάσεις από το εξωτερικό. Λίγα χρόνια μετά την επιτυχία της Κωνσταντινούπολης εργάστηκε στο Ισραήλ για δυο χρόνια με ισραηλινούς αλλά και με πολλούς Έλληνες μουσικούς. Τον Ζακ Ιακωβίδη, Τρίο Κιτάρα, Λέλα Παπαδοπούλου κ.ά. Συμμετείχε στην μεγάλη γιορτή του Φεστιβάλ των Καννών για την βράβευση της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» του Ζύλ Ντασσέν, μαζί με τους Γ. Ζαμπέτα, Σπ. Καλφόπουλο, Στ. Χατζηδάκη κ.ά.
- Περάσαμε υπέροχα εκείνο το βράδυ της γιορτής στις Κάννες. Μεθυσμένοι όλοι με ούζο χορεύανε μέχρι πρωίας. Αξέχαστη βραδιά για όλους μας. Πρωταγωνιστής στο πάλκο ήταν «ποιος άλλος», ο Γιώργος Ζαμπέτας. Στον γυρισμό για την Αθήνα οι βαλίτσες μου πήγαν κατά λάθος στο Παρίσι. Μου τις έφερε αργότερα στο σπίτι μου αυτός ο υπέροχος άνθρωπος και ηθοποιός, ο Γιώργος Φούντας.
Στις αρχές τις ΙΟετίας του 1960 δούλεψε σε μικρά μαγαζιά της Αθήνας γράφοντας παράλληλα και μερικά τραγούδια στις 45 στροφές με σημαντικότερο από αυτά το «Θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω». Τραγούδι του 1960, το οποίο αποδεικνύεται προφητικό. Ο ερχομός της δικτατορίας λίγα χρόνια αργότερα τον αναγκάζει να φύγει για την Αμερική, όπου έμεινε 13 ολόκληρα χρόνια παίζοντας σε όλες τις μεγάλες πόλεις.
Το 1978 φεύγει από την ζωή η σύντροφος του Λίτσα Χάρμα και τα επόμενα χρόνια ζει σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Το 1981 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, πιστεύοντας σε ένα νέο ξεκίνημα. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν τα βρίσκει όπως τα άφησε. Αντιλαμβανόμενος σύντομα ότι το μουσικό κλίμα έχει πια αλλάξει, ο Τ. Χάρμας περιορίζεται σε επιλεγμένες εμφανίσεις. Εργάζεται τραγουδώντας σε μικρές ταβέρνες με ολιγομελή σχήματα μέχρι το 2007. Γράφοντας παράλληλα και κάποια πολύ όμορφα καινούργια τραγούδια. Τα τελευταία χρόνια τραγουδούσε στο μικρό ταβερνάκι της «κυρα-Ντίνας» στον Κολωνό με ένα μικρό διάλλειμα, όπου ξανανέβηκε στο πάλκο σε ηλικία 88 ετών τραγουδώντας με τον Δημ. Κοντογιάννη στο γνωστό ρεμπετάδικο «Απτάλικο».
Τον γνωρίσαμε στο συνέδριο Ρεμπέτικου Τραγουδιού στο Ρέθυμνο τον Απρίλιο του 1995 όπου έπαιξε τραγούδησε και χόρεψε σαν έφηβος. Το 2004 μας έκανε την τιμή και συμμετείχε αφιλοκερδώς στην εκδήλωση που οργανώσαμε στον Βόλο προς τιμή του Νίκου & Κάρολου Μιλάνου για τα 87 χρόνια της θρυλικής Σκάλας. Ένα χρόνο αργότερα σε μια ανάλογη εκδήλωση για τον Γιώργο Λαύκα στην Σπάρτη έδωσε πάλι το παρόν χορεύοντας κι ένα ζεμπέκικο με ένα τρόπο που ήξερε καλά.
Ο Πάνος Γεραμάνης ο οποίος παρουσίασε την εκδήλωση στο Θέατρο του Βόλου έγραψε αργότερα.
«Με το μπουζούκι παραμάσχαλα, ανέβηκε στη σκηνή και πήρε την πρώτη θέση πλάι στον Κάρολο και τον Νίκο Μιλάνο με τους οποίους είχε να συναντηθεί 51 ολόκληρα χρόνια . Δεν πρόλαβε να ρίξει δυο γλυκές πενιές και να πει τα πρώτα λόγια του τραγουδιού «Έκανα σφάλματα πολλά μες στη ζωή» και ο 87χρονος Τόλης Χάρμας γνώρισε την αποθέωση».



ΧΟΝΤΡΟΝΑΚΟΣ
Ρεμπέτης, ψυχή τε και σώματι


Γράφει ο Νίκος Παπαδάκης (Ιούνιος 2008)

Ήμουνα ξημερώματα, στην «Στοά των Αθανάτων». Μόνος, ακούγοντας τον Χοντρονάκο σε πιο «ειδικές» στιγμές, κάπως εκ βαθέων, θα μπορούσα να πω. Οι πελάτες είχαν αραιώσει, το πλάνο ήταν κινηματογραφικό. Τελείωσε το πρόγραμμα του και (χωρίς να γνωριζόμαστε) ήρθε και κάθισε μαζί μου. Γνωριστήκαμε και κουβέντα στη κουβέντα, είπα πως είμαι από το Ηράκλειο. Τσίμπησε αμέσως. «Έχω δύο φιλαράκια από το Ηράκλειο», μου λέει. «Κολλητούς, τον Αριστείδη Π. και τον Κώστα Λ.». Ήταν και Οίκοι μου κολλητοί και «ανοίξαμε» κουβέντες με άλλη εμπιστοσύνη.
Και ξαφνικά, γύρω στις 5:50 το πρωί, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Αριστείδης στο μαγαζί. Σ'αυτήν την απίστευτη σύμπτωση, του χώρου και του χρόνου, γνωρίστηκα με τον Χοντρονάκο. Και κάτω από την επίδρασή της, γίναμε φίλοι. Έτσι ξεκίνησαν τα της συνεντεύξεως που διαβάζετε.
Ο Χοντρονάκος υπήρξε μια εμβληματική φυσιογνωμία της Λαϊκο-Ρεμπέτικης πιάτσας, Θεσσαλονίκης και Βορείου Ελλάδος, κυρίως, αλλά και της αθηναϊκής νύχτας, στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Γεννήθηκε, μεγάλωσε και έμαθε μπουζούκι στην Θεσσαλονίκη, όπου κυρίως έδρασε, μέχρι που οι μέρες δόξας της «Καλύβας» να αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς και ανεξίτηλη μνήμη στην θεσσαλονικιώτισσα νύχτα.
Ο Χοντρονάκος δεν ήταν αυτό που συνηθίζουμε να λέμε μεγαλοφυής συνθέτης ή βιρτουόζος μουσικός. Όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει ο κορυφαίος του προγράμματος, ο ηγέτης της βραδιάς, αυτός που θα «έσερνε το κάρο» και θα μετέδιδε το κέφι πλούσιο και μερακλίδικο στους καθημερινούς αποδέκτες. Ήταν μία σιγουριά αυθεντικότητας και «δοσίματος», που δημιουργούσε την απαραίτητη βάση για να πλεχτεί πάνω της, ένα διαφορετικό σενάριο κάθε βράδυ. Ήταν, εν τέλει, ένα «σήμα κατατεθέν» της νυχτερινής λαϊκής-μπουζουξίδικης θεσσαλονίκης, που μεγάλωσε γενιές.
Την συνέντευξη που ακολουθεί, μου την παραχώρησε, στην «Στοά των Αθανάτων», του Γιώργου Μιχελουδάκη, το 1993. Τα μεταφέρω στο χαρτί, όπως ακριβώς ειπώθηκαν. Για κάποια στοιχεία που πιθανώς θα εγερθούν επιφυλάξεις, θα σημειώσουμε ότι οι επιφυλάξεις είναι και δικές μας. Όμως η μαρτυρία του Νάκου είναι αυτή και αυτήν καταθέτουμε με σεβασμό και στην δημοσιογραφική δεοντολογία αλλά και στην μνήμη του.
Ο Χοντρονάκος ήταν αυθεντικός, αθυρόστομος, ρεμπέτης «ψυχή τε και σώματι», που γενναιόδωρα γλέντησε όλους όσους, κάποια βράδια, του εμπιστεύθηκαν το κέφι τους, τη χαρά τους, τον καημό τους, τον νταλκά τους, την μέθη τους, την παρεκτροπή τους. Και ο Χοντρονάκος ήταν «πάντα εκεί», για να δώσει το δικό του βάλσαμο. Αυτόν τον μήνα, (Ιούνιος 2008), κλείνουν δέκα χρόνια από τον θάνατό του. Η παρούσα, είναι αφιερωμένη στην μνήμη του. Μια μνήμη ανεξίτηλη... Ας τον αφήσουμε να αφηγηθεί:


ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Από Μικρασία ήλθαν πολλοί μουσικοί αλλά οι περισσότεροι τα παρατήσανε. Από κει ήλθε και ο πατέρας μου, που είχε κομπανία στη Σμύρνη, οι Σκαρβέληδες. Ο Κώστας, η αδελφή τους η Ευγενία και του Παπαϊωάννου η μάνα αδελφή τους ήτανε, έγραφε στίχους (Χρύσα). Ο Παπαϊωάννου ήτανε πρώτος μου ξάδερφος. Ο πατέρας μου ήτανε από τους καλούς μουσικούς, έπαιζε σαντούρι, ούτι, βιολί, τζουρά, σάζι, ήταν και βυζαντινός ψάλτης. Έλεγε: «Σ' αυτό το επάγγελμα είσαι ζητιάνος. Ζητιανόξυλα είναι αυτά. Δεν θα μείνεις νηστικός ποτέ, αλλά δεν θέλω να γίνεις μουσικός». Κονόμαγα κάνα φράγκο, αγόραζα ένα μπουζούκι, το πήγαινα σπίτι, τό 'πιανε και τό 'σπαζε στα ίσια και με πλάκωνε στο ξύλο. Έπαιζα με την σκούπα, έπαιζα με κολοκύθια... Όλα τα όργανα του τα ΅―Η΅ δώσει, εκτός απ' τον τζουρά. Τό 'πιασα μια μέρα και έπαιζα, με βρίσκει με πλακώνει και μ' αυτό. «Δεν θα σε κάνω ζητιάνο, θα σε κάνω γιατρό, κάτι άλλο...». Έλα όμως που ήταν η τρέλα μου. Εν τέλει από 10 χρονών έπιανα πουλιά στο μπουζούκι. Δεκαπέντε χρονώ πήρα καλό μπουζούκι και το κρέμασα. Στο σπίτι, μια μέρα, κατοχή ήτανε, βρέθηκαν ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Αρτεμης, ο Παπαϊωάννου και εγώ είμαι δίπλα στης γιαγιάς μου τον μπαξέ. Παίρνω και εγώ το μπουζούκι και έπαιζα μαζί τους. Κάποια στιγμή μ' ακούσανε. Λέει ο Μάρκος: «Ποιος παίζει;». «Αχ, τον πούστη!», λέει ο γέρος μου, σηκώνεται απάνω και έρχεται. Τα βάζει με την γιαγιά μου, φωνές κακό. Του λέω: «Αυτό το μπουζούκι δεν θα μου το σπάσεις. Το 'μαθα πια, τελείωσε...». Με παίρνανε μετά και τους έπαιζα κάτι ρεμπέτες από τη Θεσσαλονίκη. Ο Μήτσος ο Σκύλος, ο Πεπόνης, ο Κόκκορας και άλλοι... Και φαντάρος έπαιζα, είχαμε κάνει ένα συγκρότημα. Παίζαμε, την βγάζαμε μάγκικα. Μετά έμπλεξα, μπήκα φυλακή...


Ερ.: Γιατί πήγες φυλακή;

Απ.: Έδειρα ένα λοχαγό. «Γιατί άργησες στο προσκλητήριο:». Εγώ δούλευα στην ταβέρνα. Μαλώσαμε, λογοφέραμε, τον πλάκωσα και με στέλνουν τρία χρόνια φυλακή. Πέντε με δικάσανε, τρία έκατσα.
Ερ.: Πού τά 'βγαλες αυτά;

Απ.: Στο Εφταπύργιο, στη Μακρόνησο και στη Καλλιθέα. Αλλά και πάλι δούλευα. Στην Μακρόνησο είμαστε με τον Μπιθικώτση στο αντίσκηνο, τον Θεοδωράκη, τον Μάνο Κατράκη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο τον ηθοποιό. Με τον Μπιθικώτση και τον Ορφέα τον Κρεούζη πηγαίναμε στους αξιωματικούς, ρίχναμε πενιές και κονομούσαμε κάνα τυρί, κάνα βούτυρο, κάνα κομμάτι κρέας, για τους άρρωστους. Δίναμε και συναυλίες με τα μπουζούκια, θεατρικές παραστάσεις. Εν τω μεταξύ έγραφα στίχους. Τους έστελνα στον Τσιτσάνη να μου στέλνει κάνα χαρτζιλίκι, έστελνα και στον Παπαϊωάννου.

Ερ.: Γίνανε αυτοί οι στίχοι γνωστά τραγούδια;

Απ.: Γίνανε...

Ερ.: Μπορούμε να πούμε ποια είναι;

Απ.: Πρέπει να ψάξω, δεν θυμάμαι καλά. Τα 'χω σημειωμένα, αλλά είναι στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι όμως κάποια, το «Μάγκα μου συμμορφώσου πια»* του Τσιτσάνη, «Η Κατινούλα», η «Σαλονικιά», σ' αυτό πάνω εγώ έβγαλα τώρα τη Δημητρούλα. «Ήταν μια Τρίτη βροχερή, καταραμένη μέρα»**, το «Τρελό καψώνι φάγαμε», ο Τσιτσάνης το 'κάνε. Σ' αυτά δεν έχει μπει τ' όνομα μου. Ούτε είχα ανάγκη να μπει. Ούτε ήξερα τι σημαίνει αυτό το πράγμα, δικαιώματα κ.λ.π.
Όταν απολύθηκα πήγα στο «Πίγκαλς», ήταν ο Παπαϊωάννου, Χιώτης, Μπέμπης, με είδε ο Τσιτσάνης κακοντυμένο, με πήγε μ' έντυσε, με χαρτζιλίκωσε, μου λέει: «Θα παίξεις εδώ», γιατί ήμουνα και καλό όργανο. Δούλεψα δύο-τρεις μήνες εκεί. Πήγα στη Θεσσαλονίκη μετά, μου λέει ο πατέρας μου: «Θα σταματήσεις το μπουζούκι, θα πάρεις ένα φορτηγό». Έβγαλα δίπλωμα, δούλεψα το φορτηγό, το μπουζούκι το είχα στ' αμάξι, δεν το άφηνα σπίτι μη το σπάσει ο γέρος. Και το βράδυ πήγαινα στην ταβέρνα της γειτονιάς, στη Νεάπολη, ρίχναμε πενιές, κονομούσαμε. Στην Κατοχή παίζαμε στου «Κέρκυρα», εκεί ήταν τα μπουρδέλα. Παίζαμε μέρα γιατί απαγορευόταν η κυκλοφορία νύχτα. Ήταν ο Γενίτσαρης, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Μπίνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μπιρ - Αλλάχ, ο Ανέστης ο Δελιάς, ο Μπακάλης. Ήταν ο αγαπητικός. Καλό παιδί.
Με βλέπανε οι παλιοί οι μεγάλοι και λέγανε: «Κάτι θα 'χει ο πιτσιρικάς, να μας πει κάνα καινούργιο». Το ακούγανε, το παίρνανε, το άκουγα μετά δυο-τρεις μήνες από δίσκο. Καλά κάνανε, δεν με ξεχάσανε, μ' εκτιμούσανε και ακόμα μ' εκτιμούνε. Ο Τσιτσάνης με εκτιμούσε ιδιαίτερα, να πάω σπίτι του, η οικογένεια του να με δεχτεί... Ο Χιώτης ωραίος φίλος. Μ' αγαπούσε υπερβολικά. Τον είχα δώσει ένα τραγούδι, το «Κοντεύουνε χαράματα κι ο ύπνος δεν με παίρνει». Είναι δικό μου, μουσική - στίχος. Αυτός όμως τα 'κάνε καλύτερα. Δεν πέρασε όμως σα ν τρα γούδι . Το λέει κάπου και η Μπέλλου σε νέα έκδοση. Δεν ξέρω αν τό 'δώσε ο Χιώτης και μπήκε σ' άλλο όνομα γιατί τα κάνανε αυτά οι εταιρείες, βάζανε τραγούδια στ' όνομα αυτών που προωθούσανε.
(Σ.Σ. Το τραγούδι υπάρχει στο όνομα του Απόστολου Καλδάρα με τον Πρ. Τσαουσάκη και Ι. Γεωργακοπούλου. 1949.)
Γινότανε αρπαγές. Την Παπαγιαννοπούλου την ρίξανε κατά κόρον, πουθενά δεν την βάζανε. Και του πατέρα μου έχουν πάρει τραγούδια ο Μάρκος, ο Μπάτης, ο Χατζηχρήστος, αλλά δεν θυμάμαι ποια. Δεν έχω ντοκουμέντα, όμως γινότανε πάντα αυτό. Αν ήξερα τότε πως θα γίνω επαγγελματίας, θα είχα βρει την φόρμουλα και θα ήμουν κατοχυρωμένος.
Αλλά ήμουν πιο πολύ ερασιτέχνης. Έγραφα, τα 'παιζα, τα παίρνανε, τα γράφανε, τ' άκουγα και... χαιρόμουνα. Πράγματι χαιρόμουνα. Με ικανοποιούσε κατά κάποιο τρόπο. Έλεγα, χαλάλι του. Και το ξέρανε και δέκα φίλοι στη Θεσσαλονίκη ότι εγώ το 'βγαλα... αλλά με λέγανε κορόιδο. Εδώ είναι το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Χρήστου Μίγκου, σίγουρα. Ήταν φυλακή ο Μίγκος και από εκεί το 'δώσε στον Καλδάρα, ήταν πολύ φίλοι.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τα πρώτα ερεθίσματα τα πήρα από Μικρασιάτες. Υπήρχαν κομπανίες με σαντούρια στα καφέ-σαντάν, ήταν το «Πανελλήνιο», ο «Λούκουλος», του «Μαλίκ - Μπέη», τραγούδησε η Εσκενάζυ και η Αμπατζή εκεί. Ήταν Σμυρνιοί και Πολίτες οι περισσότεροι. Δεν ταιριάζουν μεταξύ τους αυτοί. Έλεγες, «Πάμε στο Σμυρνέικο», ή «Πάμε στο Πολίτικο». Στο Πολίτικο άκουγες κιμπαριλίκι, οι Σμυρνιοί είχανε πιο πουτανιά, είχανε μπάλλους, τσιφτετέλια, «κούνα το κούνα το το κορμάκι σου, να δω και να θαυμάσω το κεφτεδάκι σου». ’λλος έλεγε «το πατάκι σου», άλλος «το κωλαράκι σου». Ενώ οι Πολίτες ήταν πιο σοβαροί. Είχανε το ζεϊμπέκικο, το χασάπικο, καρσιλαμάδες ωραίους, που τους χορεύανε με τα μαχαίρια, παράσταση κανονική και σεβότανε ο κόσμος. Παράγγελνες ένα τραγούδι, «Κύριε Νίκο το τραγουδάκι σας», χόρευε ο Νίκος και χτυπούσανε παλαμάκια, σεβότανε τη μουσική, χειροκροτούσανε και το Νίκο, χόρευε δε χόρευε καλά δεν τον κοροϊδεύανε. Ύστερα, αν έσπαγε ένα ποτήρι στο σμυρνέικο δεν γινότανε καβγάς και σπούσανε και πιάτα. Όμως εκεί που ήτανε οι Κωνσταντινουπολίτες οι μάγκες, άμα σπάγανε ένα ποτήρι, έπρεπε να σηκωθεί και να ζητήσει συγνώμη από όλο τον κόσμο. Ειδεμή θα τον σκοτώνανε.

Μετά μπήκαν οι Γερμανοί και διαλύσανε αυτά. Στη ρεμπέτικη πιάτσα της Θεσσαλονίκης τότε ήταν ο Νίκος Νερατζόπουλος, ράφτης, μπουζούκι - σάζι, ο Μπάλης ο Μήτσος ο κουρέας μπουζούκι - μπαγλαμά, ο Αντώνης ο Πεπόνης ταπετσέρης, γερό όργανο, μπουζούκι ο Γιάννης ο Μπάκακας, ο Ντίνος ο Καρούμπαλος, ο Στελλάκης, ο Βαγγελάκης, ο Τσανάκας ο Χρήστος, ο Χρήστος ο Μπαρτζάνος. Είχανε τις δουλειές τους και παράλληλα πηγαίνανε στην ταβέρνα να κονομήσουνε χαρτούρα. Στη Τούμπα ήταν ο Καρούμπαλος ο Κώστας, ο Βαγγέλης ο Σμυρνιός, τα Αραπάκια τ' αδέλφια βιολί και ούτι, γύφτοι της Μικράς Ασίας, κατσίβελους τους λέγανε. Ο μπάρμπα-Γιάννης ο Σαντουράκιας, ο Πετμεζάς, αυτός με τα υφάσματα - ρετάλια στη Θεσσαλονίκη, είχε το καλύτερο συγκρότημα, τη Ρίτα τη Θεσσαλονικιά, μια χοντρή με καταπληκτική φωνή. Ερχότανε και οι Αθηναίοι και γινότανε συγχώνευση. Ο Μάρκος, ο Στράτος ο τεμπέλης, ο Μπάτης, ο Αρτεμης, ο Γενίτσαρης πολλές φορές, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Στελλάκης, ο Παπαϊωάννου, ο Καραπατάκης, ο Χιώτης, ο Μιχαλόπουλος. Ερχότανε ο Παπαϊωάννου και έμπαινε σ' ένα συγκρότημα με σαντούρια. Ήτανε κάτι πρωτότυπο το μπουζούκι. Τον Ζαμπέτα δεν τον θυμάμαι τότε, μετά την Κατοχή. Ο Ζαμπέτας είναι από τα πρώτα όργανα στο ρεμπέτικο. ’πιαστος, για μένα είναι ο καλύτερος απ' αυτούς που μείνανε, το προωθεί το ρεμπέτικο και του αξίζει.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΖΩΗ

Οι ρεμπέτες δεν είναι άνθρωποι να τους βάλεις στο κλουβί, να τους πεις εδώ είστε. Όχι. Ο ρεμπέτης είναι ένας τύπος που ξεκινάει μόνος του, έχει δικά του σημεία, κάνει ότι θέλει και ζει τη ζωή του όπως θέλει. Ή παίζει όργανο ή όχι, κι εσύ που δεν παίζεις είσαι ρεμπέτης. Δεν σ' αρέσει το ντύσιμο το πολύ, δεν σ' αρέσει να κάθεσαι στον καθρέφτη, άμα δεν μπορείς να συνεννοηθείς σηκώνεσαι και φεύγεις, δεν έρχεσαι στους καβγάδες, είσαι διαλλακτικός, είσαι σαν το πουλί. Δηλαδή εγώ τον ρεμπέτη τον χαρακτηρίζω σαν ένα πουλί, που «πετάει εδώ, πετάει εκεί και όπου τη βρίσκει κελαηδάει». «Το μερακλίδικο πουλί ποτέ φωλιά δεν κάνει». Τους κυνηγάνε, αλλά οι ρεμπέτες είναι σαν πηγή, σαν το νερό. Όσο και να το φράξεις το νερό, θα βρει διέξοδο να βγει. Γι' αυτό οι ρεμπέτες δεν θα χαθούνε αφού βγαίνουν έτσι από την φύση. Είναι ρεμπέτισσα η φύση αν το εξετάσεις. Τα ποτάμια, η βροχή, ο αέρας, οι βροντές, οι ήχοι της φύσεως είναι οι εφτά νότες. Έπαιρναν οι ρεμπέτες το μπουζούκι, μάζευαν ραδίκια στο δρόμο, έτρωγαν φρούτα και πήγαιναν εδώ, εκεί. ’νθρωποι ελεύθεροι που δεν ξεχώριζαν σύνορα και πατρίδα. Αλλά όταν έχουν υποχρεώσεις, είναι πιστοί, είναι καλοί οικογενειάρχες, έχουν μπέσα, ο λόγος τους είναι λόγος. Ό,τι πει ο ρεμπέτης είναι νόμος. Δεν σου λέει είπα, ξείπα...

Στην Κατοχή κάναμε διάφορα σαμποτάζ στους Γερμανούς. Μπήκαμε σε ένα στρατόπεδο και τους κλέψαμε τα λάστιχα από τ' αυτοκίνητα, κάτι φάρμακα, κάτι ανταλλακτικά, ό,τι βρήκαμε. Με δικάσανε σε θάνατο, αλλά απέδρασα από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά και βγήκα στο βουνό, με το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Ήμασταν τσακάλια, 17άρηδες τότε, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Σαλταδόροι, κλέβαμε τους Γερμανούς και το βράδυ, το μπουζούκι μπουζούκι. Ήμασταν τακίμι εγώ, ο Χρηστάκης και ο Κόκκορας.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΚΚΟΡΑ

...ήταν μπουζούκι ιδιόρρυθμο. Ρουσσάκης Γιώργος λεγόταν. Ο πατέρας του λοχαγός. Από το Ηράκλειο Κρήτης καταγότανε. Η μάνα του από το Ασβεστοχώρι, δασκάλα. Κάνανε δυο παιδιά, ένα κορίτσι (είναι τώρα συμβολαιογράφος στον Ορχομενό) και τον Γιώργο, τον Κόκκορα. Υπηρέτησε μαζί με τον Ζαμπέτα στην αεροπορία. Είχε κληρονομήσει στη Θεσσαλονίκη μια πολυκατοικία, ένα μαγαζί και ένα φούρνο. Αυτός δεν δούλευε. Μπουζουκάκι, καφενείο και τεκέδες. Ανταμώναμε τα βράδια, κολλούσαμε στο τραγούδι, είχε ιδιόρρυθμη φωνή. Τέρας μορφώσεως και τέρας αλητείας. Έβγαλε το Γυμνάσιο, αλλά το μπουζούκι μπουζούκι και η αλητεία, αλητεία. Ήταν κακομούτσουνος, άσχημος, γουρλομάτης, στραβομύτης, αδύνατος, με τον Βαρδάρη, έπρεπε να τον δένω μη τον πάρει ο αέρας, τόσο ελαφρύς. Αλλά είχε μια φωνή τέτοια, που την μιμήθηκε ο Χρηστάκης. Ίδια η φωνή του Κόκκορα, όταν ακούω Χρηστάκη ακούω τον Κόκκορα. Μπουζούκι γρήγορο, πιο γρήγορος κι απ' τον Χιώτη, αλλά ήταν άχρονος, αν δεν είχε κιθάρα να τον κρατάει σε πέταγε από τον Λευκό Πύργο κάτω. Καλό παιδί, τίμιος.

Όλα τα κουσούρια τα είχαμε. Κουμάρια παίζαμε, χασίσι πίναμε, για να παίξεις μπουζούκι πραγματικό έπρεπε να μπεις στον τεκέ, στους τεκέδες ήταν τα μπουζούκια, όπως λέω στο τραγούδι «Χρόνια οι μάγκες είχανε, μες τον τεκέ κρυμένο, μπουζούκι όμορφο γλυκό και περιφρονημένο». Τεκέδες λαϊκοί, τεκέδες σαλονίσιοι, για την αριστοκρατία, πιο ακριβός ο αργιλές αλλά έμπαινες σε χαλιά, καθαριότητα, άλλο «σχέδιο» μαύρο. Τώρα δεν υπάρχουν τεκέδες. Όσο υπήρχανε τεκέδες δεν υπήρχε πρέζα. Κυνηγήσανε το μαύρο, βγάλανε την πρέζα. Καταστρέφουν την νεολαία έτσι. Που λένε χασικλής - εγκληματίας; ποτέ. Ο χασικλής μόλις φουμάρει είναι δειλός. Κάνει τα κέφια του, ούτε μαλώνει, ούτε σκοτώνει. Αυτοί με τα σκληρά ναρκωτικά και ληστεύουνε και σκοτώνουνε. Ο Κόκκορας έπινε μόνο μαύρο. Και 'γω ακόμα πίνω αν βρω, παρ' ότι δεν είμαι στην υγεία μου καλά. Πρέπει να το αφήσει ελεύθερο η πολιτεία και να κυνηγήσει τα σκληρά. Γιατί εκεί, πέφτουνε οι νέοι και δεν σηκώνονται.

Με τον Κόκκορα, κάθε βράδυ είμασταν μαζί. Τον έπαιρνα ταξίδια με το φορτηγό, Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Φλώρινα, Λάρισα. Τα μπουζούκια στο αυτοκίνητο και όπου πηγαίναμε, στήναμε, παίζαμε, γλεντούσαμε. Στη Θεσσαλονίκη παίζαμε σε καλά μαγαζιά, όχι σκυλάδικα, μας γουστάρανε. Είχαμε μαζί μας πολύ κόσμο και από τα ανώτερα και από τα κατώτερα στρώματα. Με τον Κόκκορα περάσαμε χρόνια τακίμι. Δεν χαλάσαμε ποτέ την φιλία μας. Κι όταν παρεξηγιόμαστε, πίναμε μαζί έναν άργιλε και τα κάναμε όλα καπνό... Είχα φτιάξει ένα μαγαζί το '69, με τον αδελφό μου, την «Καλύβα». Κι ο Κόκκορας μαζί. Δέκα τραπέζια αλλά γινότανε χαμός, για να μπεις έπρεπε να τηλεφωνήσεις μία βδομάδα πριν. Μετά τρία χρόνια, πήραμε ένα μεγαλύτερο μαγαζί, ένα θερινό που να τους χωρά. Αναγκαστικά πλαισιωθήκαμε και μ' άλλους, με γυναίκες κλπ. Ο Κόκκορας δεν την εύρισκε, ούτε εγώ την εύρισκα. Μου λέει: «Φεύγω, πάω στην ταβέρνα του Μπέμπη και θα έρχομαι στις 2 η ώρα για το ρεμπέτικο». Αναγκάστηκα έτσι να πάρω την Μαριώ, μια πολύ ωραία τραγουδίστρια και ρεμπέτικη και ελαφριά. Δεθήκαμε μετά και είμαστε 20 - 25 χρόνια μαζί. Ο Κόκκορας πέθανε από κύρωση του ύπατος το 1976, ήταν μπεκρής. Έπινε μια οκά ούζο χωρίς μεζέ. Ήταν στο νοσοκομείο και είχε πάει ο αδελφός μου να τον δει. Του λέει: «Πες στο Νάκο να έρθει». Πάω το μεσημέρι, «Καλώς τον φίλο μου» μου λέει και μου πιάνει το χέρι, μου το σφίγγει και πέφτει σε σπασμούς, χωρίς να μ' αφήσει, με σφίγγει δυνατά, με τεράστια δύναμη. Έρχεται ο γιατρός, του βγάζει τον ορό, μου 'σφίγγε το χέρι, πιο σιγά, πιο σιγά, άαααπ, παραδόθηκε. Το 'μαθέ ο κόσμος, έγινε η κηδεία στην Καλαμαριά. Τι να σου πω, τι έγινε. Όλοι κλαίγανε. Ήταν η μισή Θεσσαλονίκη στην κηδεία του. Την ώρα που τον βάζανε στον τάφο, έπεφταν μέσα ούζα πενηνταράκια, κρασιά, τρίφυλλα τσιγάρα, φούντες, ένα μπαγλαμαδάκι του 'ριξα εγώ... οδυρμός. Η αδελφή του απορούσε: «Τόσες γνωριμίες είχε ο αδελφός μου;». Τη λέω: «Τι νόμισες; Επειδή ήταν μπουζουξής, χασικλής και μπεκρής, ήταν και κακός άνθρωπος; Ήταν το πιο σωστό παλικάρι. Του άρεσε αυτός ο δρόμος, το μπουζούκι». Έχουμε κάνει 2-3 τραγούδια μαζί, το ένα το είπε ο Στράτος ο Τεμπέλης και το άλλο ο Χρηστάκης, είναι «Η ρουλέτα» το ένα. Είχε πολλά, αλλά όχι δισκογραφημένα. Τα 'χω γραμμένα όλα εγώ. Θα τα βγάλω με τ' όνομα του...

Είχε κάνει ένα παιδί ο Κόκκορας στους Αγίους Αναργύρους, όταν υπηρετούσε στην Αεροπορία με τον Ζαμπέτα. Το αποκατέστησε όμως, του 'δώσε και τ' όνομα του. Φίνα ξηγήθηκε.

Αν είχα σκεφτεί επαγγελματικά, δηλαδή την τέχνη μου να την κάνω εμπόριο, θα είχα βρει άκρια. Μέχρι σήμερα ακόμα παίζω για κέφι μου, δεν παίζω επαγγελματικά. Δεν με νοιάζει το χρήμα. «Μπαίνω στο παλκοσένικο και κάνω τον αρτίστα και όλοι με φωνάζουνε Νάκο ζαμανφουτίστα». Κι εγώ τους λέω: «Γιατί άμα λάχει δηλαδή είμαι κι εγώ ένα πουλί, πετάει εδώ πετάει εκεί κι όπου τη βρίσκει κελαηδάει». «Σαν παίρνω το μπουζούκι μου το κέφι να κάνω, ποτέ μου μεροκάματο μάγκες μου δεν ζητάω». Βρήκα; Θα τσιμπίσω κάτι. Θα παίξω μετά να ικανοποιήσω τον κόσμο, να ικανοποιηθώ κι εγώ. Όταν ένας καλλιτέχνης ικανοποιεί τον εαυτό του μ' ένα έργο του, οπωσδήποτε ικανοποιεί και αυτούς που τον ακούνε. Εγώ έχω τραγούδια στο συρτάρι, που λέω αν τα κάνω δίσκους θα πεθάνω. Και τη λέω τη Μαριώ: «Τα ξέρεις τα τραγούδια, αν πεθάνω κάντα δίσκους εσύ». Δεν θέλω να πουλήσω αυτό το οποίο το έχω για μένα. Θα πω ορισμένα απ' αυτά, που έρχονται κάποιες στιγμές ιδιαίτερες όπως προχθές με τον Αριστο τον φίλο μας. Αυτά τα ακούω εγώ και όσοι τύχουνε.

Ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου είναι πρώτος μου ξάδελφος, η μάνα του και ο πατέρας μου αδέλφια. Είναι καταγωγής από την Κίο και ήλθανε εδώ στη Νέα Κίο με καράβια. Ο πατέρας μου ήλθε το '12 στη Θεσσαλονίκη. Στη Μικρασία, Τούρκος δεν είχε μπει μέσα στο χωριό. Όλοι οι Κιώτες ντερβίσια και νταηλήδες. Με τον Γιάννη παίξαμε μαζί στη Θεσσαλονίκη. Κανείς δεν μπορεί να παίξει τα σόλο του Παπαϊωάννου. Ήταν από τα καλά όργανα. Τον αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου, σαν μάγκας ήτανε σωστός. Ο πατέρας μου του έδινε τραγούδια, «Διάλεξε όποια θες» του έλεγε. «Όμως μην βάλεις το όνομα μου, δεν θέλω, το έχω αλλάξει. Λέγομαι Κυπριούλης, όχι Σκαρβέλης, έκανα οικογένεια, θέλω να ξεφύγω». Ο αδελφός του πατέρα μου, ο Κώστας Σκαρβέλης ή Παστουρμάς ο γνωστός, είχε μείνει ελεύθερος γεροντοπαλλήκαρο, έβλεπε ο πατέρας μου τις συνήθειες του και δεν γούσταρε.

Ερ.: Σήμερα στην Θεσσαλονίκη υπάρχουν και νέα πρόσωπα, που παίζουν και γράφουν διαφορετικά από τα δικά σας. Είναι ο Νίκος ο Παπάζογλου, ο Πουσπούλ, είναι ο Γιώργος ο Ζήκας. Πώς τους βλέπεις;

Απ.: Ο Παπάζογλου κάνει ρεμπέτικο ροκ. Ο Ζήκας έκανε έναν δίσκο με τη Μαριώ. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τα τραγούδια είναι καλά αλλά δεν τα είπαν όπως έπρεπε, δεν έγιναν σωστά γι' αυτό και δεν πήγε ο δίσκος.

Ερ.: Πώς είναι στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα σήμερα;

Απ.: Υπάρχουν μαγαζιά που είναι ρεμπετάδικα, υπάρχει μαγαζί που είναι θέατρο και έχει και ρεμπέτικο, υπάρχει μια σάτιρα για να επιβιώσουν. Υπάρχουν μαγαζιά με προγράμματα που έχουν και το λαϊκό. Είναι ένα μαγαζί, λέγεται «Βολτάζ», μ' έναν ηθοποιό του κρατικού θεάτρου, τον Ιεροκλή, που κάνει μία σάτιρα που την «βρίσκεις». Είναι και ο Αγάθωνας, καλός και αυτός.

Ερ.: Βλέπεις αυτή τη νέα κατάσταση να είναι δημιουργική;

Απ.: Ναι, είναι δημιουργική. Ο Παπάζογλου το ρεμπέτικο το βγάζει με τον τρόπο του, σε βλάχικο, σε ροκ, σε διασκευές, σε δικά του τραγούδια. Εγώ τον λέω Τζέιμς Μποντ. Του λέω και τον πειράζω: «Τα παίρνεις από μας και τα κάνεις όπως θέλεις». Φιλαράκι μου είναι, τα πίνουμε μαζί όποτε πάω, μου τηλεφωνά, «Κάνα τσίπουρο θα φέρεις; Έχω καλό μεζέ» και πάω στο στούντιο το «Αγροτικό» στην Τούμπα και τον βρίσκω. Σήμερα, ρεμπέτικο σκέτο στη Θεσσαλονίκη δεν στέκεται. Θέλει και ποικιλία. Διότι θέλουν και Χριστοδουλόπουλο και Βοσκόπουλο και Κόκοτα, Πουλόπουλο, Μαυράκη, Μοσχολιού και πρέπει να τα 'χεις. Το ρεμπέτικο θα βγει στην ώρα του. Ένα ρεμπετάδικο είναι μόνο, που στέκεται, αλλά είναι φτηνοδουλειά. Ο Καμπουρέλος με τον Σωκράτη. Εκεί είναι και ο Χρήστος ο Πετρίδης. Εγώ στο μαγαζί μου είχα μόνο ρεμπέτικο, δεν άκουγες τίποτ' άλλο. Υπάρχουν ρεμπέτικα και από στίχο και από μουσική καλύτερα απ' αυτά που πουλάνε τα νέα μαγαζιά. Εγώ έχω ρεμπέτικα με διάλογο. Λέει η γκόμενα, η Μαριώ: «Δεν είμαι 'γω ρε μάγκα κορόιδο του παππά, να σου τα δίνω φίλε ταχτικά». Ο παππάς είναι το τρίφυλλο. «Κι αν είμαι αλανιάρα, το ξέρεις πως μπορώ, μια μέρα πάλι να συμμορφωθώ». «Να πας να βρεις γυναίκες με πλούτη με ρημάδια στη ζωή, να πας και 'συ ξανά να μην σε δω φιγουρατζή». Αυτό το είχα δώσει στον Τσιτσάνη κι άλλο ένα το «Δεν μ' αρέσει να δουλεύω», που έβαλε τη Θεσσαλονίκη μέσα, «Είσαι το καμάρι της καρδιάς μου», πάνω στη δική μου μουσική το 'φτιάξε. Εγώ στον δικό μου στίχο λέω: «Με κατηγορείς πως είμαι αλάνι και γυρίζω μες τα ταβερνιά, κι όλο μου γυρεύεις εξηγήσεις, θα με κάνεις μόρτισσα φονιά». «Όοο! Δεν μ' αρέσει να δουλεύω, όοοο θέλω πάντα να γλεντώ». Αυτά τα δύο τα έδωσα στον Τσιτσάνη, τα έκανε όπως ήθελε, τα μετέτρεψε.

Ερ.: Επαγγελματικά, καθαρά, πότε άρχισες;

Απ.: Το '69 στη «Καλύβα», μαζί με τον Κόκορα.

Ερ.: Τότε γνώρισες και τους φίλους απ' το Ηράκλειο, τον Αριστο, τον Κώστα, τον Γιάννη;

Απ.: Ναι, ήτανε θαμώνες κάθε βράδυ. «Καλά ρε φοιτητές είστε; Πού τα βρίσκετε τα λεφτά;». «’μα δεν έχουμε, μας δίνεις εσύ», είχανε βρει τη λύση. «Κι άμα δεν σας δώσω;». «Θα την βρούμε την λύση, θα πάμε αλλού». Αλλά δεν τους άφηνα ποτέ...

Ερ.: Δισκογραφία πότε έκανες;

Απ.: Τώρα τελευταία. Αλλά κασέτες μου, υπάρχουνε πολλές. Ερχότανε στο μαγαζί, γράφανε με μαγνητόφωνα και τις κυκλοφορούσαν πειρατικά. Μέχρι στην Αθήνα βρήκα, τραγούδια που δεν είχα χτυπήσει σε δίσκο, που τα είχα πει μια-δυο φορές μόνο.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΣΚΟΥΣ

Δισκογράφησα τα «Ρεμπέτικα της Θεσσαλονίκης» μ' έναν καθηγητή του Πανεπιστημίου, τον Ξ. Κοκόλη που γράφει για την ιστορία της Θεσσαλονίκης, με τον συγγραφέα τον Ντίνο τον Χριστιανόπουλο. Αν θα δεις τον δίσκο, ο Ξ. Κοκόλης γράφει και την ιστορία κάθε τραγουδιού ξεχωριστά, σε λεπτομερές ένθετο. Λέμε για την αγορά της Θεσσαλονίκης, λέμε για τις γυναίκες της Θεσσαλονίκης, λέμε για τον Γεντί Κουλέ. Έχω και δύο δικά μου τραγούδια για τη Θεσσαλονίκη. Και στον δεύτερο δίσκο, βάλαμε πάλι για τη Θεσσαλονίκη ρεμπέτικα, με την Μαριώ, ενώ ετοιμάζεται και ένας τρίτος δίσκος, πάλι με δύο δικά μου που θα πει η Μαριώ, κάποια άλλα ο Κ. Μακεδόνας και η Γλυκερία. Θα είναι συνολικά έξι δίσκοι. Ποιο ήταν αυτό, ποιο εκείνο. Ποιο το Πεξινάρι, ποιος ο «Χατζήμπαξές». Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν όλο μπαξέδες. Από τις γραμμές του τρένου περνούσε ένας δρόμος που πήγαινε στα σφαγεία, με καλντερίμι και έτσι είναι ακόμα. Εκεί μεσ' στα δέντρα ήταν ένα κέντρο, ο «Χατζημπαξές» και πηγαίναμε και διασκεδάζαμε εκεί μέσα στα πουλιά, το καλύτερο κέντρο.

Είχε κρεμμυδάκια, είχε ντομάτες κι η θάλασσα κοντά στο Πεξινάρι, ψαράκια, τα σφαγεία κοντά, γλυκάδια, συκώτια, τα καλύτερα και πήγαινε ο κόσμος και την έβρισκε με τα παϊτόνια (άμαξες). Γώρα δεν υπάρχει αυτό το κέντρο, αλλά το σπίτι είναι εκεί μέσα. Δηλαδή όλο εκείνο το γραφικό υπάρχει ακόμα. Ύστερα το Πεξινάρι, «ο κήπος των πριγκίπων». Ήταν ζωολογικός κήπος, με λιοντάρια το Πεξινάρι, το τραμ μέχρι εκεί πήγαινε. Και ήταν και τα «Μπενμίξ», χώρια οι άνδρες, χώρια οι γυναίκες κάνανε μπάνιο. Σε μια άκρη πέρα από τον πριγκιπικό κήπο ήτανε κάτι παράγκες και είχανε τα ψαράκια, τα ούζα και τα λοιπά. «Πάμε για το Πεξινάρι να γουστάρουμε». Και πηγαίναμε και εμείς με τον Κόκκορα και ρίχναμε πενιές. Πήγαινα εγώ τα δρομολόγια με το φορτηγό, το βράδυ τον έβρισκα στο Πεξινάρι, ήξερα πού θα τον βρω ή στον Σωκράτη ή στον Δημόπουλο. Ο πατέρας του είχε ψαροταβέρνα και τεκέ στο Πεξινάρι και πηγαίναμε. Από κει φαίνονταν το Καραμπουρνάκι, Αρέτσου ήταν η αριστοκρατία, Καραμπουρνάκι ο λαός. Καλαμάκι με τα κέντρα που άνοιξαν μετέπειτα. Και το Μπαξέ-τσιφλίκι ήταν αρχαίο, εκεί πρωτοέπαιξε ο Τσιτσάνης το '38, όταν υπηρετούσε στο τάγμα τηλεγραφητών, εκεί έβγαλε και το τραγούδι το ομώνυμο.


ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΙΧΟΡΔΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΑ

Εγώ δεν το χωνεύω το τετράχορδο, ούτε το πιάνω στα χέρια μου. Δεν έχει τον ήχο που έχω μάθει με το τρίχορδο. Γιατί το ένα είναι μπουζούκι, το άλλο είναι μαντολίνο. Θα μου πεις, με τα μηχανήματα γίνονται όλα μπουζούκια. Τα βγάλανε τα τετράχορ-δα για πιο ευκολία, να βγάζουνε περισσότερες νότες να το μπερδεύουν το κομμάτι. Τα τετράχορδα πρώτα-πρώτα δεν τονί-ζουνε, τα παίζουνε παπαγαλίστικα. Ενώ με το τρίχορδο τα παίζεις σωστά, όπως είναι το κομμάτι, με ύφος και ήχο. Ο Χιώτης το 'κάνε τετράχορδο με κούρδισμα αλά μαντόλα. Ο Χιώτης ήταν αιτία και επιτράπηκε ελεύθερα, αφού το «'βγάλε από το περιθώριο». Ο Χιώτης ήταν ήρωας. Παλιά τα κουρδίσματα ήταν δύο, το αραμπιέν και το καραντουζένι.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΡΙΩ

Η Μαριώ ξεκίνησε από μουσικό στρώμα, ο μπαμπάς της ήταν τζαζμπανίστας και σε μια τράκα έσπασε την μέση του και δεν μπορούσε να δουλέψει. Η Μαριώ έμαθε ακορντεόν και από μικρή την βάλανε σε οικοκυρική σχολή. Εκεί η Μαριώ έμαθε να είναι η πρώτη νοικοκυρά, έμαθε και μουσική. Αγόρασε ένα ακορντεόν μικρό και ο μπαμπάς της πήγαινε τα βράδια να πουλήσουν φυστίκια, να βγάλουν μεροκάματο. Η Μαριώ είναι από ένα χωριό, το Πλατύ, αλλά είχανε και ένα σπίτι στην Τούμπα. Ήταν δύο αγόρια και δύο αδελφές. Η Μαριώ ήταν η πιο σωστή, παντρεύτηκε μικρή, έκανε ένα αγόρι ένα κορίτσι, είκοσι δύο η κόρη περίπου, είκοσι τέσσερα ο γιος. Παίζει στον ΠΑΟΚ ο γιος της, όχι στα πρώτα, στα δεύτερα, καλό παιδί. Κωνσταντινίδης λέγεται. Τον πήραμε από άλλη ομάδα. Θα πάει στην πρώτη ομάδα γιατί είναι καλός. Η Μαριώ είναι μια τραγουδίστρια αξιόλογη και η μόνη που ακολουθάει το ρεμπέτικο. Είναι εις θέσιν να τραγουδήσει Νανά Μούσχουρη, Σοφία Βέμπο, τα λέει και μπορώ να σου πω καλύτερα απ' αυτές. Αλλά την εμπνέει το ρεμπέτικο, γιατί από μικρή έπεσε στα χέρια μου και είδε πως αυτό ξεσηκώνει τον κόσμο, τον διασκεδάζει τον κόσμο. Στο άλλο είσαι υποχρεωμένη να στέκεσαι στον προβολέα, στα φώτα και να σηκώνεις τα χέρια... Έχει δε μια φρασεολογία άλλο πράμα...

Συνεργαστήκαμε είκοσι πέντε χρόνια, ποτέ δεν μαλώναμε. Μαλώναμε μόνο στη δουλειά, αυθόρμητα, πηγαία. Έλεγα μια κοτσάνα εγώ, την πείραζα, αμέσως με αντιμετώπιζε με χιούμορ, χωρίς να έχουμε κάνει πρόβα. Γινότανε τζερτζελές, γινότανε η δουλειά και γελούσε όλος ο κόσμος. Αλλά ξέρεις τι καλός άνθρωπος είναι; Αρρωσταίνω, «Πρώτα ο Νάκος μου». Κάποτε μάλωσα στο μαγαζί με κάποιον, άρπαξε ένα ξύλο, «Παλιοπούστη θα χτυπήσεις τον Νάκο!», τον πλακώνει...

Αρρωσταίνει η γυναίκα μου, στο νοσοκομείο ήταν και της λέει: «Εγώ μπορεί να μην αντέξω, τον Νάκο και τα μάτια σου. Ο Νάκος είναι ένα μεγάλο παιδί, να τον έχεις από κοντά, μην τον αφήσεις». Κάθε μέρα με κάνει τηλέφωνο. Φέρε να την πάρουμε τηλέφωνο...

Όταν πέθανε η γυναίκα μου, κάνω αιμόπτυση και έχω δύσπνοια. Πάω στη δουλειά, λέω: «Μαριώ, δεν είμαι καλά, μου είπε ο γιατρός να πάω στο νοσοκομείο». Μου λέει: «Έρχομαι». Έρχεται με έναν τραγουδιστή τον Ραγκάνη, που κι αυτός ακολουθεί το ρεμπέτικο, στον Ερυθρό Σταυρό του ΙΚΑ. Με φρόντιζε, έτρεχε για όλα, μέχρι που πέρασα την δοκιμασία ήταν στο πόδι για πάρτη μου. Είναι ζωντανός άνθρωπος, γεμάτη καλοσύνη, αν την ξέρεις. Η Σωτηρία Μπέλλου την αγαπάει πολύ, δουλεύαμε μαζί.

Με καθάριζε - στην εντατική εγώ - να 'ρχεται απ' τη δουλειά και να κοιμάται εκεί, στο νοσοκομείο... Δουλεύαμε εκεί στο «Εδέμ» τότε και μετά γυρνάγαμε εδώ, εκεί...

Ερ.: Πες μου κάποια καλά μπουζούκια από τη Θεσσαλονίκη.

Απ.: Έχει πολύ καλά μπουζούκια η Θεσσαλονίκη. Είναι ο Καμπουρέλος, ο Σωκράτης, ο Στ. Βογιατζής...

Ερ.: Πες μας τώρα Νάκο, πώς αισθάνεσαι με τόσα χρόνια θητεία μέσα στο ρεμπέτικο τραγούδι;

Απ.: Από τα σπάργανά μου είμαι μέσα στο ρεμπέτικο, το έζησα και μέχρι να πεθάνω δεν θ' αλλάξω πίστη. Είναι κάτι που μ' αρέσει τόσο πολύ - όχι ότι δεν μπορώ να γράψω κάτι άλλο και ταγκό γράφω και σλόου ροκ και βαλς και μπλουζ, αλλά αυτά δεν είναι για μένα. Μου τα ζητάνε κάτι μοντέρνοι τραγουδιστές και λέω: «Ας κάνω και ένα ροκ, ένα μπλουζ». Αλλά σαν καλλιτέχνης είμαι στο ρεμπέτικο, γιατί το θεωρώ το πιο κλασικό ελληνικό πράγμα. Όλοι ξεκινάνε από τα ρεμπέτικα. Ας βρεθεί ένας μπουζουξής που δεν ξεκίνησε με την «Φραγκοσυριανή». Εγώ ξεκίνησα με κάτι άλλο... «Βρε γρουσούζη όλη μέρα, που γυρνάς και μπεκρουλιάζεις, και την οικογένεια σου απ' την πείνα την ταράζεις». Ποιο μπουζούκι σήμερα δεν παίζει την «Φραγκοσυριανή»; Και μετά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και μετά «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»; Σχολείο Βαμβακάρη, σχολείο Τσιτσάνη, σχολείο Καλδάρα. Εμείς είμαστε στα πιο παλιά σχολεία. Σχολή Χατζηχρήστου, που ήταν από τους καλύτερους, σχολή του Σκαρβέλη, σχολή του Γιοβάν Τσαούς, σχολή του Γιάννη του Σαντουράκια, μ' ένα σαντούρι ήταν μια ορχήστρα και τώρα η πιο τελευταία σχολή, η σχολή του Νάκου.


ΓΙΑ ΤΟ «ΚΥΤΤΑΡΟ»

Το 1972, στο «Κύτταρο», με κάλεσε ο Ηλίας ο Πετρόπουλος. Είπα στον Κόκκορα να κατέβουμε, δεν ήθελε, κατέβηκα με τον Σπυράκι. Ήταν τότε ο Γενίτσαρης, ο Μουφλουζέλης, ο Μπίρ-Αλλάχ, η ’ννα Χρυσάφη, ο Σκαρπέλης, ο Καλφόπουλος, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Τσαουσάκης, ο Ρίκος με τη λατέρνα και είχαμε σαν νεότερη την Αλεξάνδρα. Κάθε Τρίτη ήταν γεμάτο, φοιτητόκοσμος. Ήταν χούντα τότε, το 1972. Λέω ένα τραγούδι, «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ' αρχίδια». Και όταν τελείωσα μου λέει ένας χωροφύλακας: «Θα μ' ακολουθήσεις». Αλλά ήταν και ένας ταγματάρχης που παρακολουθούσε το πρόγραμμα και τον λέει: «Εμείς δώσαμε διαταγή να λένε τα τραγούδια αυθεντικά...».

2 σχόλια:

  1. Πολύ θα εκτιμούσα αν σε ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ βάζατε και την πηγή σας!
    Το όνομα του ερευνητή - συγγραφέα. Έτσι για την ψυχούλα του, το μεράκι, τον κόπο του και γιατί -επιτέλους- αυτός είναι ο πνευματικός πατέρας και δημιουργός αυτών που παρουσιάζετε εδώ ανώνυμα, λες και είναι ....αδέσποτα!!! Κρίμα! Λίγη ευαισθησία και ανθρωπιά όχι μόνο δεν βλάπτει, αλλά είναι ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ....

    Σάκης Πάπιστας
    Ερευνητής - Συλλέκτης - Συγγραφέας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Για τον Μπιρ Αλλάχ δεν γράφετε τίποτα

    ΑπάντησηΔιαγραφή