Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

''ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΦΥΓΕ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΣ ΜΑΡΚΟΣ''

Μέχρι τα δώδεκά του χρόνια είχε εργαστεί σε κλωστήριο, ύστερα ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης και λούστρος. Σχολείο πήγε λίγο αλλά σταμάτησε νωρίς γιατί έπρεπε να δουλέψει όταν πήραν τον πατέρα του στο στρατό. Έπρεπε, ως ο μεγαλύτερος, γιος της οικογένειας να στηρίξει την οχταμελή οικογένεια.
Το 1917, ήταν 12 ετών, μπάρκαρε για τον Πειραιά όπου δούλεψε ως εκδορέας στα σφαγεία, γαιανθρακεργάτης, ακόμα και ως λιμενεργάτης. Τα βράδια όμως που σύχναζε στους τεκέδες πρωτάκουσε το μπουζούκι και εντυπωσιάστηκε τόσο που βάλθηκε να το μάθει. Και τα κατάφερε. Μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες.

Αργότερα ξεκίνησε να γράφει τραγούδια, ταλέντο που κληρονόμησε από τον παππού του. Λίγο μετά το 1933, μετά από πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη ηχογράφησε τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» («Να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα μου»). Τα ρεμπέτικά του σημείωναν επιτυχία και ο Μάρκος ήταν περιζήτητος.

Μέχρι το 1933 είχε γράψει 50 τραγούδια. ενώ το 1935 γράφει, μεταξύ άλλων, την «Φραγκοσυριανή», ίσως το πιο γνωστό του τραγούδι. ο ίδιος αφηγείται για την δημιουργία του τραγουδιού.
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν….. Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου΄χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Αναγκάστηκε όμως να διακόψει πάλι την μουσική. Γύρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Σύρο. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα καθώς η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο θάνατος του αδερφού του Λεονάρδου και της μητέρας του Ελπίδας.

Τότε παντρεύτηκε και την δεύτερη σύζυγό του, την Βαγγελιώ, με τη οποία απέκτησε 4 παιδιά από τα οποία τα δύο πέθαναν πρόωρα. Ο ορθόδοξος γάμος του μαζί της υπήρξε ο λόγος που η καθολική εκκλησία τον αφόρισε μέχρι το 1966. Πριν όμως από την Βαγγελιώ ήταν παντρεμένος, με την Ζιγκοάλα, την οποία μίσησε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.

Η κατάσταση καλυτέρεψε μετά τον πόλεμο όταν ο Μάρκος επέστρεψε στο τραγούδι κυκλοφορώντας πολλές επιτυχίες. Μέχρι που αρρώστησε βαριά, από αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν ήταν έτοιμος να επιστρέψει τα πράγματα δεν ήταν πλέον ίδια. Τον είχαν ξεχάσει. Και κανείς δεν το έπαιρνε σε κάποιο μαγαζί μέχρι που, το 1960, καλλιτέχνες όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι και ο Στράτος Διονυσίου ξεκίνησαν να τραγουδούν παλιά και καινούργια τραγούδια του Βαμβακάρη.

Το εγχείρημα σημείωσε επιτυχία και ο Μάρκος Βαμβακάρης επανήλθε ξανά στο μουσικό προσκήνιο μέχρι τον θάνατό του, στις 08 Φεβρουαρίου του 1972.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου